ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ
Η Μαντώ Μαυρογένους, ένα από τα αυθεντικά σύμβολα, μια εξέχουσα μορφή της Επανάστασης του 1821 και μια από τις λίγες γυναίκες που διακρίθηκαν στον πόλεμο για την ανεξαρτησία της Ελλάδας και την απαλλαγή από τον Τούρκικο ζυγό. Η μόνη γυναίκα αξιωματούχος του Ελληνικού Στρατού, με το βαθμό του Αντιστράτηγου, πέρασε σχεδόν απαρατήρητη από τους Έλληνες ιστορικούς.
Τις πληροφορίες, για την ζωή και τη δράση της, τις αντλούμε από ξένους συγγραφείς κυρίως. Τους είχε γοητεύσει με την προσωπικότητα, την ομορφιά, τις σπουδές και την ουσιαστική της μόρφωση καθώς επίσης για την προσφορά της και την προσήλωσή της στον αγώνα για την ελευθερία, αλλά και από τις φλογερές επιστολές της προς τις γυναίκες τις Γαλλίας και τις Αγγλίας (που στήριζαν και αγαπούσαν την Ελλάδα) και έκαναν θρυλικό το όνομά της στους φιλελληνικούς κύκλους της Ευρώπης, με αποτέλεσμα εκτός των άλλων να τυπωθεί και να κυκλοφορήσει η προσωπογραφίας στην Ευρώπη το 1827.
Ένα γράμμα της προς τις γυναίκες της Αγγλίας: “ Όχι μόνον η ελευθερία μας, αλλά και η ζωή μας εξαρτάται εκ του πολέμου εις τον οποίον ενεπλάκημεν. Η παρούσα κρίσις είναι δι’ ημάς τρομερά και μας θέτει προ του διλήμματος νίκη η θάνατος. “Εν εκ των δύο”, η η Ελλάς αναγεννηθείσα θα εγερθή περικαλλής και ακτινοβόλος υπό το εωθινόν άστρο της ελευθερίας, η τα τέκνα της απελπισθέντα θα υποκύψουν προ του βωμού της δόξης και θα χαθούν επί της τέφρας των πατέρων τους. Προ καταστάσεως τόσο απελπιστικής είναι εντελώς φυσικόν να προσφύγουν στην συμπάθειαν των ευγενών και φιλεύσπλαχνων ψυχών των χριστιανών ολοκλήρου του κόσμου. Και ο σκοπός της εκκλήσεώς μου είναι η παροχή ασύλου ασφαλούς εις τας γυναίκας και τα παιδιά, κατά την διάρκεια της δεινής ταύτης κρίσεως. Το δε άσυλο τούτο θα ηδύνατο να είναι η νήσος Εύβοια, εάν δια της γενναιοψύχου πρωτοβουλίας σας ηδυνάμεθα να εξεύρωμεν το μέσον να κατακτήσωμεν την νήσον, την οποία οι Έλληνες θα αφιέρωναν στην μνήμη των γυναικών της Αγγλίας”
Η Μαντώ Μαυρογένους γεννήθηκε το 1797 στην Τεργέστη. O πατέρας της Νικόλαος Μαυρογένης, γόνος της φαναριώτικης οικογένειας των Μαυρογένηδων με καταγωγή από τις Κυκλάδες, ασχολείτο με το εμπόριο. Η μητέρα της Ζαχαράτη Χατζή Μπατή, γεννημένη στη Μύκονο, αλλά με καταγωγή από τη Σπάρτη, ήταν πολύγλωσση και κρατούσε τα κατάστιχα των εμπορικών δραστηριοτήτων του άνδρα της.
Σύμφωνα με τον Γάλλο φιλέλληνα στρατιωτικό και συγγραφέα Μαξίμ Ρεμπό, η Μαντώ μιλούσε άπταιστα γαλλικά και ιταλικά.
Με την έναρξη της Επανάστασης, η Μαντώ Μαυρογένους από την Τήνο, όπου διέμενε μετά τον θάνατο του πατέρα της, έσπευσε στη Μύκονο (29 Δεκεμβρίου 1821, σύμφωνα με τον Κασομούλη) και πρωτοστάτησε στην εξέγερση των κατοίκων του νησιού. Διέθεσε μεγάλα χρηματικά ποσά για τον εξοπλισμό και την επάνδρωση μυκονιάτικων πλοίων και κατά τις πληροφορίες ξένων κυρίως περιηγητών, έλαβε μέρος σε επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων στην Κάρυστο, στο Πήλιο και τη Φθιώτιδα. Ηγήθηκε του αγώνα των κατοίκων της Μυκόνου για την απόκρουση της απόβασης των αλγερινών πειρατών στο νησί. Οργάνωσε ένα ολόκληρο ένοπλο σώμα με έξι πολεμικά καράβια, που συντηρούσε με δικά της χρήματα και ενώθηκε με τον Ναύαρχο Τομπάζη. Έστειλε από τους δικούς της πολεμιστές εξήντα παλληκάρια στις επιχειρήσεις της Ανατολικής Ελλάδας και με δικά της χρήματα οργάνωσε δεκάξι λόχους με πενήντα άνδρες ο καθένας. Η παρουσία της αποσιωπάται από τους Έλληνες ιστορικούς, αλλά την αναφέρει ο Γάλλος περιηγητής Φρανσουά Πουκεβίλ.
Τον Μάιο του 1825 η Μαντώ προσέφερε στην κυβέρνηση ομολογίες αξίας 30.000 γροσίων και ζήτησε να διατεθούν για να λάβει μέρος η ίδια, με όσους στρατιώτες θα τής διέθετε η διοίκηση, σε επιχειρήσεις εναντίον των Τουρκοαιγυπτίων.
Ο δεσμός της με τον Δημήτριο Υψηλάντη δεν είχε αίσιο τέλος εξ αιτίας των πολιτικών συμφερόντων, που δεν τους ήθελαν μαζί, και ο χωρισμός τους ήταν επεισοδιακός. Το 1825 ζούσε στο Ναύπλιο σ’ ένα μισοερειπωμένο σπίτι. Οι πόροι της είχαν εξαντληθεί και αναγκαζόταν να εκποιεί ακίνητα της οικογένειάς της που είχε στα νησιά των Κυκλάδων.
Ο πρώτος κυβερνήτης του νεοσύστατου ελληνικού κράτους αναγνώρισε τα ανδραγαθήματα και τις θυσίες της προς το έθνος και τις απένειμε τον τιμητικό βαθμό του αντιστράτηγου και μικρή σύνταξη. Παράλληλα, τις ανέθεσε την εποπτεία του Ορφανοτροφείου του Ναυπλίου.
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια (1831) τα προβλήματα επιβίωσης οξύνθηκαν για την ηρωίδα. Οι σχέσεις με την οικογένειά της είχαν επιδεινωθεί, επειδή την κατηγόρησαν ότι κατασπατάλησε τη μεγάλη οικογενειακή περιουσία. Αναγκάζεται τότε να απευθύνει επιστολή προς τον βασιλιά Όθωνα και να του διεκτραγωδήσει την κατάστασή της. Δεν λαμβάνει καμία απάντηση.
Εγκαθίσταται στη Πάρο, όπου υπήρχαν συγγενείς της, αλλά για κακή της τύχη θα προσβληθεί από τυφοειδή πυρετό. Τον Ιούλιο του 1840 η ηρωίδα θα κλείσει για πάντα τα μάτια της, σε ηλικία 43 ετών, μόνη και ξεχασμένη σχεδόν από όλους μέσα στην εξαθλίωση, καθώς είχε διαθέσει όλη την περιουσία της για τον Αγώνα και την Επανάσταση.
Ευχαριστώ τον κ. Δημήτρη Σωτηρόπουλο (συνταξιούχο αγιογράφο) για τις πολύτιμες σημειώσεις του.