«Μικρά Ασία: από την αρχαιότητα στον 20ο αιώνα”
Αρχαιότητα.
Με την κάθοδο των Δωριέων από την βορειοδυτική Ελλάδα στην κεντρική και νότια , γύρω στο 1100 π.Χ., παρατηρήθηκε μεγάλη κινητικότητα του εγχώριου πληθυσμού προς τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου Πελάγους, και στις ακτές της Μικράς Ασίας, όπου ιδρύθηκαν αποικίες, οι οποίες με την πάροδο του χρόνου αναδείχθηκαν σε μεγάλα ελληνικά εμπορικά και πολιτιστικά κέντρα, τα οποία ευνόησαν τα γράμματα και τις καλές τέχνες.
Από το 1100 μέχρι το 700 π.Χ. αυτή η μετακίνηση ομάδων Ελλήνων προς την δυτική Μικρά Ασία πήρε μεγάλη έκταση, και ονομάστηκε πρώτος ελληνικός αποικισμός.
Οι μεγάλες φυλετικές ομάδες από την Ελλάδα που μετακινήθηκαν στα ανατολικά νησιά του Αιγαίου και στα παράλια της Μικράς Ασίας ήταν οι ακόλουθες:
*Οι Αιολείς οι οποίοι ξεκίνησαν από την Θεσσαλία και τη Βοιωτία κυρίως, και ίδρυσαν αποικίες στο βόρειο τμήμα της Δυτικής Μικράς Ασίας, την γνωστή ως Αιολίδα.
*Οι Ίωνες, με αφετηρία κυρίως την Αττική, την Εύβοια και την Βορειοανατολική Πελοπόννησο, ίδρυσαν αποικίες στο κεντρικό τμήμα των παραλίων της Μικράς Ασίας την Ιωνία.
*Οι Δωριείς από τις υπόλοιπες περιοχές της Πελοποννήσου αποίκισαν το νότιο τμήμα των ακτών της Μικράς Ασίας.
Οι περιοχές στα παράλια της Μικράς Ασίας, στις οποίες δημιουργήθηκαν οι ελληνικές αποικίες, διέθεταν εύφορη γη για γεωργία, και ευνοούσαν την ανάπτυξη του εμπορίου με αποτέλεσμα οι ελληνικές αποικίες να γίνουν σημαντικά εμπορικά και πολιτιστικά κέντρα.
Με την πάροδο του χρόνου όλη η περιοχή στα παράλια της Μικράς Ασίας ονομάστηκε Ιωνία. ( Επειδή οι Ίωνες ανέπτυξαν τον υψηλότερο πολιτισμό από τους υπόλοιπους αποίκους).
20ος αιώνας.
Ο Ελευθέριος K. Βενιζέλος ( Χανιά1864- Παρίσι1936) ,Έλληνας πολιτικός που διετέλεσε πρωθυπουργός της Κρητικής Πολιτείας και επτά φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας. Σαν πολιτικός διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στο Κρητικό Ζήτημα, καθώς και στα πολιτικά δρώμενα της Ελλάδας από το 1910 έως τον θάνατό του 1936.Οργάνωσε το Κίνημα του Θερίσου και το 1910 ανέλαβε την πρωθυπουργία της Κρητικής Πολιτείας, την οποία εγκατέλειψε λίγους μήνες αργότερα για να αναλάβει την πρωθυπουργία στην Ελλάδα κατόπιν προσκλήσεως του Στρατιωτικού Συνδέσμου. Υπήρξε ο πολιτικός πρωταγωνιστής του διπλασιασμού της Ελλάδος μετά τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913. Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τάχθηκε υπέρ της Αντάντ διαφωνώντας ανοιχτά με τη στάση ουδετερότητας του Βασιλιά και παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία. Αυτή η διαφωνία οδήγησε στα γεγονότα του Εθνικού Διχασμού.(1914-1917).
Τα κύρια γεγονότα της διένεξης ( για την είσοδο της Ελλάδας στον Α΄παγκόσμιο πόλεμο ή όχι ) αφορούν διαδοχικά την παραίτηση του Βενιζέλου, τη δημιουργία ξεχωριστού κράτους με πρωτοβουλία του στη Βόρεια Ελλάδα με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη και την εκδίωξη του Κωνσταντίνου από την Ελλάδα μετά από παρέμβαση των δυνάμεων της Αντάντ.. Η διένεξη αυτή χώρισε τη χώρα σε δύο διαφορετικά στρατόπεδα και προκάλεσε εξαιρετικά βαθύ χάσμα στην ελληνική κοινωνία. Οι επιπτώσεις του χάσματος παρέμειναν ως το τέλος της δεκαετίας του ’30.
Ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι και η Μικρασιατική καταστροφή μετέπειτα, ήταν σε μεγάλο βαθμό απόρροια του Εθνικού Διχασμού.
Ο Ελ. Βενιζέλος επέστρεψε στην πρωθυπουργία την περίοδο 1917 – 1920 αλλά εγκατέλειψε την Ελλάδα μετά την ήττα του στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920. Επέστρεψε το 1924 για λίγους μήνες και το 1928 εξελέγη πάλι πρωθυπουργός. Τον Ιανουάριο του 1933 έγινε για τελευταία φορά πρωθυπουργός και τον Μάρτιο του 1935 μετά από απόπειρα πραξικοπήματος κατέφυγε στο Παρίσι, όπου και απεβίωσε. Θάφτηκε σε ύψωμα στην αρχή του Ακρωτηρίου της Κρήτης, κοντά στο μέρος όπου γεννήθηκε.
Αυτή την εποχή, στη βάση του ότι η Ελλάδα ήταν φτωχή και οι περισσότεροι Έλληνες ζούσαν έξω από τα σύνορα του ελληνικού κράτους, διατυπώθηκε η θέση ότι, για να αναπτυχθεί η χώρα, θα έπρεπε πρώτα να διευρυνθούν τα ελληνικά σύνορα ώστε να περιλάβουν περιοχές με ελληνικούς πληθυσμούς που βρίσκονταν υπό ξένη -κυρίως οθωμανική- κυριαρχία. Αν και η ιδέα κυκλοφορούσε σχεδόν από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, ο Κωλέττης ήταν εκείνος που αναφερόμενος σε αυτή χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τον όρο Μεγάλη Ιδέα (ιδέα για την οποία αξίζει να αγωνιστεί όλο το έθνος) σε ομιλία του στην Εθνοσυνέλευση το 1844.
Γρήγορα, η Μεγάλη Ιδέα έγινε αποδεκτή από την ελληνική κοινωνία, υιοθετήθηκε ως επίσημη κρατική πολιτική και σφράγισε τη ζωή και την ιδεολογία του ελληνισμού μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Οι Έλληνες που ζούσαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία ονομάστηκαν αλύτρωτοι (επειδή δεν είχαν, ακόμη, λυτρωθεί, δηλαδή απελευθερωθεί) και η πολιτική που στόχευε στην ένταξη, τη δική τους και των εδαφών στα οποία κατοικούσαν, στο ελληνικό κράτος ονομάστηκε αλυτρωτισμός.
Μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων, η θέση της Ελλάδας ήταν εξαιρετικά επισφαλής. Οι Τούρκοι διεκδικούσαν τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και είχαν εξαπολύσει συστηματικούς διωγμούς κατά των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης και των παραλίων της Μικράς Ασίας.
Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος είχε πεισθεί ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβίωση της χώρας ήταν η αποτροπή της δημιουργίας δύο απειλητικών δυνάμεων στα σύνορά της. Για έναν πολιτικό όπως ο Βενιζέλος, η είσοδος της Τουρκίας στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Αυτοκρατοριών αποτελούσε τη μεγάλη στρατηγική ευκαιρία που αναζητούσε για να λύσει η Ελλάδα τις διαφορές της με τον απειλητικό γείτονα, έχοντας συμμάχους τις δύο ισχυρότερες ναυτικές δυνάμεις της εποχής. Ο Βενιζέλος είχε συνειδητοποιήσει ότι μόνο η αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα κατοχύρωνε την ασφάλεια της Ελλάδας, θα απέτρεπε την εξόντωση των ελληνικών πληθυσμών και με ευνοϊκότερες συγκυρίες θα της προσέφερε τη δυνατότητα να επεκταθεί στην άλλη όχθη του Αιγαίου.
Από την άλλη πλευρά του Αιγαίου το 1908 ξεσπά στην Τουρκία το κίνημα των Νεοτούρκων, που οδήγησε στην εκθρόνιση, στις 31/3/1909 του από το 1876 τελευταίου σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β’.
Με τον όρο Νεότουρκοι εννοείται το τουρκικό εθνικιστικό κόμμα «Ένωση και Πρόοδος» της μεταρρύθμισης που ξεκίνησε στην τουρκοκρατούμενη τότε Θεσσαλονίκη το 1908. Στoυς Νεότουρκους εντάσσονται αξιωματικοί, πολιτικοί, αστοί και διανοούμενοι, οι οποίοι ξεσηκώθηκαν για την επαναφορά του Συντάγματος του 1876, υιοθετώντας το σύνθημα Ελευθερία, Ισότητα και Δικαιοσύνη . Βασικοί στόχοι του κινήματος ήταν η κατάλυση της απολυταρχίας του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ και η εγκαθίδρυση ενός εκσυγχρονισμένου κράτους στο ευρωπαϊκό πρότυπο, που θα μπορούσε να διατηρήσει την εδαφική ακεραιότητα της αυτοκρατορίας, καθώς και να αντισταθεί στις επεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων..
Ένας από τους συντελεστές του κινήματος ήταν και ο Μουσταφά Κεμάλ (Ατατούρκ) που από το 1907 υπηρετούσε στο Τρίτο Σώμα Στρατού στη Θεσσαλονίκη.
Οι λόγοι που οδήγησαν στην επικράτηση του κινήματος των Νεοτούρκων σχετίζονται άμεσα με την οικονομική κρίση της αυτοκρατορίας στις αρχές του 20ού αιώνα καθώς και με την ιδιαίτερη θέση του στρατού στην οθωμανική κοινωνία. Η οικονομική κρίση της χώρας -έλλειψη ρευστότητας, επενδυτικών κεφαλαίων, και χρόνια ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού- η επιδείνωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και οι άσχημες κλιματολογικές συνθήκες του 1907, με τις επιπτώσεις στον αγροτικό τομέα και τη μείωση των εξαγωγών των αγροτικών προϊόντων προκάλεσε επιδείνωση του ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο της αυτοκρατορίας. Αδυνατώντας το κράτος να πληρώσει τους μισθούς των στρατιωτικών, όξυνε την ήδη υπάρχουσα δυσαρέσκεια προς το καθεστώς του Σουλτάνου. Τέλος οι εξελίξεις στον μακεδονικό χώρο με τα αντιμαχόμενα κινήματα Ελλήνων, Σέρβων και Βουλγάρων θεωρήθηκαν ως ακόμα μια ένδειξη έλλειψης υποστήριξης του στρατού από την κυβέρνηση του Σουλτάνου, που οδήγησαν στην ενίσχυση των επαναστατικών του τάσεων. Βάση των Νεοτούρκων καθ’ όλη τη διάρκεια του κινήματος αποτέλεσε η Μακεδονία.
Οι Νεότουρκοι κατά τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο τάχθηκαν με το πλευρό της Γερμανίας και χτύπησαν τις οικονομικές θέσεις των Άγγλογάλλων, ενώ με επιθέσεις κατά του ελληνικού και του αρμενικού στοιχείου πέτυχαν μεγάλη δημογραφική αλλοίωση.
Οι Νεότουρκοι επιχείρησαν να εκτουρκίσουν όλους τους πληθυσμούς του ευρωπαϊκού τμήματος της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η πολιτική αυτή πρωτοδιατυπώθηκε κατά το πρώτο ανοιχτό Συνέδριο του Κόμματος Ένωση και Πρόοδος, που έλαβε χώρα στην Θεσσαλονίκη τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο του 1911. Εκεί αναγγέλθηκαν πολιτικές αφοπλισμού των Χριστιανών, απαγόρευσης αγοράς ακίνητης περιουσίας, μετεγκαταστάσεως Μουσουλμανικών πληθυσμών και πλήρους εξοθωμανισμού όλων των Τούρκων υπηκόων, διά της πειθούς ή διά της βίας. Υπό την πίεση του κινήματος τα χριστιανικά έθνη των Βαλκανίων προετοίμασαν από κοινού αγώνα κατά των Τούρκων. Οι διαβαλκανικές προστριβές της περιόδου, ήταν επίσης η κατάλληλη ευκαιρία για την εφαρμογή μιας πολύπλοκης εξωτερικής πολιτικής, στόχος της οποίας υπήρξε η ενίσχυση της βαλκανικής έριδας, μέσω μιας υποθετικής προστασίας σε περίπτωση επικείμενης εισβολής κατά βαλκανικής χώρας από μία άλλη.. Στη συνέχεια όμως, βλέποντας ότι η ολοκληρωτική επικράτηση του Ελληνισμού στη Μακεδονία απειλούσε ακόμη και την Τουρκική παρουσία, επέδειξαν ιδιαίτερα ευνοϊκή στάση απέναντι στο Βουλγαρικό Κομιτάτο, επιτρέποντας βιαιότητες κατά Ελληνικών πληθυσμών, που προκάλεσαν την εκ νέου Ελληνική αντάρτικη δράση.
Στις 23 Απριλίου 1920, ο Κεμάλ εγκαταστάθηκε στην Άγκυρα και έχοντας καταδικαστεί από τον Σουλτάνο σε θάνατο, συγκάλεσε τη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση, η οποία εξέλεξε προσωρινή κυβέρνηση με Πρωθυπουργό και πρόεδρο της Εθνοσυνέλευσης τον ίδιο, ενώ του ανατέθηκε παράλληλα και η ηγεσία του στρατού.
Όταν έληξε ο Ά Παγκόσμιος πόλεμος οι νικητές επέβαλαν τους όρους τους με την υπογραφή συνθηκών μεταξύ νικητών και ηττημένων.
Η Συνθήκη των Σεβρών ( 1920 ), επιβλήθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, και υπογράφηκε από τον Σουλτάνο . ( Η κυβέρνηση του Κεμάλ αρνήθηκε να την αναγνωρίσει θεωρώντας την ατιμωτική).
Με αυτήν ο Σουλτάνος εκτός των άλλων παραχωρήσεων στις νικήτριες δυνάμεις, παραχωρούσε στην Ελλάδα τα νησιά Ίμβρο , Τένεδο και τη Θράκη μέχρι τα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης .Επίσης ο Σουλτάνος αναγνώριζε επίσημα την Ελληνική κυριαρχία στα νησιά του Β. και Α. Αιγαίου και η Ιταλία παραχωρούσε στην Ελλάδα τα Δωδεκάνησα, εκτός από την Ρόδο.
Η Αντάντ ανέθετε στην Ελλάδα την διοίκηση της περιοχής της Σμύρνης για πέντε χρόνια. Στη συνέχεια , οι κάτοικοι της περιοχής θα αποφάσιζαν με δημοψήφισμα για την τύχη της. Τα Στενά τέθηκαν υπό διεθνή έλεγχο. Έτσι η Οθωμανική αυτοκρατορία διαλύονταν.
Η ελληνική στρατιωτική απόβαση στη Σμύρνη, πραγματοποιήθηκε στις 16 Μαίου του 1919, με απόφαση του «Ανωτάτου Συμμαχικού Συμβουλίου» των νικητών συμμάχων του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου ως εφαρμογή της συνθήκης του Μούδρου.(Η συμφωνία ανακωχής στον όρμο Μούδρο της Λήμνου – Οκτώβριο 1918 – μεταξύ των Δυτικών Συμμαχικών Δυνάμεων, της Ανταντ , αφενός, και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αφετέρου, σηματοδοτώντας ουσιαστικά και τη λήξη του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου ).
Ο ελληνικός στρατός ανέλαβε την διατήρηση της τάξης στην ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης, καθήκον το οποίο εκτέλεσε μέχρι την Μικρασιατική καταστροφή και την οριστική αποχώρησή του από την περιοχή, στις 6 Σεπτεμβρίου 1922. Οι Έλληνες της περιοχής βλέπουν το γεγονός ως αρχή της απελευθέρωσης.
Οι Τούρκοι είδαν την παρουσία του ελληνικού στρατού ως κατάκτηση της περιοχής, καθόσον οι Έλληνες είχαν ρίζες προαιώνιες και ιστορικά δικαιώματα απαράγραπτα.
Οι Κεμαλιστές λοιπόν από τη στιγμή εκείνη έστρεψαν όλη τους τη δραστηριότητα εναντίον των Ελλήνων, επειδή έβλεπαν ότι οι άλλοι είναι αποικιοκράτες που θα πάρουν ό,τι είναι να πάρουν και ύστερα θα φύγουν! Τους Έλληνες όμως τους έβλεπαν ως στρατό κατοχής που ήρθε με σκοπό να ενισχύσει τους ελληνικούς πληθυσμούς της περιοχής, με επακόλουθο τα δυτικά παράλια της Μ. Ασίας να περιέλθουν οριστικά στο ελληνικό κράτος.
Λίγες ημέρες μετά την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών ο Ελ. Βενιζέλος δέχθηκε στο Παρίσι δολοφονική επίθεση από Έλληνες φιλοβασιλικούς ,αλλά διασώθηκε. Λίγο μετά δολοφονήθηκε στην Αθήνα από βενιζελικούς ο Ίων Δραγούμης ,γνωστός αντιβενιζελικός.
Ο Βενιζέλος επιστρέφει στην Ελλάδα και προκηρύσει εκλογές θεωρώντας ότι μετά την συνθήκη των Σεβρών οι συνθήκες ήταν καλές για να τις κερδίσει. Υποτίμησε όμως το γεγονός ότι ένα μεγάλο κομμάτι του λαού είχε κουραστεί από τους συνεχείς πολέμους . Τότε λοιπόν δημιουργείται μια αντιβενιζελική συμμαχία με ηγέτη τον Δημήτριο Γούναρη, που υποσχόταν τον τερματισμό του πολέμου και την απαλλαγή από την βενιζελική τυραννία όπως χαρακτήριζε την διακυβέρνηση Βενιζέλου. Το πολιτικό κλίμα είναι ήδη τεταμένο και ο ξαφνικός θάνατος του Αλέξανδρου ο οποίος εκτελούσε χρέη βασιλιά ,μετέτρεψε τις εκλογές σε άτυπο δημοψήφισμα για την επιστροφή ή όχι του εξόριστου Κωνσταντίνου στην Ελλάδα. Στις εκλογές που έγιναν τον Νοέμβριο του 1920 οι Φιλελεύθεροι ηττήθηκαν. Ο Βενιζέλος έφυγε αμέσως από την Ελλάδα.
Η νέα φιλοβασιλική κυβέρνηση έκανε δημοψήφισμα για την επιστροφή ή όχι του Κωνσταντίνου. Τον Δεκέμβριο του 1920 ο Κωνσταντίνος επανήλθε με υπερβολικά υψηλό ποσοστό υπέρ του .
Παράλληλα οι δυνάμεις της Αντάντ είχαν αρχίσει να επανεξετάζουν την θέση τους ,διαβλέποντας τις δυνατότητες του κεμαλικού κινήματος να είναι ο νικητής της σύγκρουσης.
Η επιστροφή του Κωνσταντίνου πολέμιου της Αντάντ στα χρόνια του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου λειτούργησε σαν πρόφαση ώστε οι σύμμαχοι να αναθεωρήσουν την θέση τους απέναντι στην Ελλάδα.
Τότε ο Κεμάλ υπογράφει συμφωνία συνεργασίας με την Σοβιετική Ένωση ( Μάρτιος 1921),και προχωρά σε μία σειρά συμφωνιών με την Γαλλία και την Ιταλία που προέβλεπαν την αποχώρηση των στρατευμάτων τους από την Μικρά Ασία με αντάλλαγμα την παραχώρηση προνομίων και διευκολύνσεων από την κεμαλική Τουρκία. Μετά από αυτά τα γεγονότα οι ελληνικές προσπάθειες είχαν μόνο την αγγλική στήριξη και αυτήν σε διπλωματικό κυρίως επίπεδο.
Η νέα φιλοβασιλική κυβέρνηση της Ελλάδας δεν τηρεί την υπόσχεσή της για τερματισμό του πολέμου. Η νέα πολιτική ηγεσία και ο Κωνσταντίνος πίστευαν ότι η νίκη ήταν κοντά και αποφάσισαν να συνεχίσουν τον πόλεμο. Ο Κωνσταντίνος πηγαίνει ο ίδιος το καλοκαίρι του 1921 στην Μικρά Ασία.
Ο ελληνικός στρατός ύστερα από σποραδικές νίκες έως το 1921, επιχείρησε την εκστρατεία του Σαγγάριου τον Αύγουστο του 1921 με σκοπό την κατάληψη της Άγκυρας, αλλά ανακόπηκε από τον στρατό του Κεμάλ και υποχώρησε, ενώ την ίδια ώρα οι Μεγάλες Δυνάμεις με τηλεγραφήματα συνέχαιραν τον Κεμάλ για την νίκη του.
Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, κατόπιν παρασκηνιακών συνομιλιών, οι Γάλλοι συμφώνησαν να ακυρώσουν τη Συνθήκη των Σεβρών και να αποχωρήσουν από τη Μικρά Ασία, εγκαταλείποντας στρατιωτικό υλικό. Στις 2 Ιανουαρίου 1922 η Ουκρανία υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με την κυβέρνηση Κεμάλ. Μέχρι τον Ιούλιο του 1922, η μοναδική μεγάλη δύναμη που υποστήριζε την Ελλάδα στον πόλεμο (μόνο διπλωματικώς όμως) ήταν η Αγγλία.
Στις 13 Αυγούστου ο τουρκικός στρατός, εκμεταλλευόμενος τα ολέθρια λάθη της ελληνικής πλευράς, επιτέθηκε στη γραμμή του Αφιόν Καραχισάρ αιφνιδιάζοντας τον ελληνικό στρατό και γρήγορα κατάφερε να τον διασπάσει και να τον τρέψει σε φυγή. Στις 27 Αυγούστου 1922, και αφού οι Ιταλοί είχαν εκκενώσει την Έφεσο, ο τουρκικός στρατός υπό την ηγεσία του Κεμάλ κατέλαβε την Σμύρνη, σφάζοντας τον ελληνικό και αρμενικό πληθυσμό και πυρπολώντας την ελληνική και αρμενική συνοικία. Η ήττα του ελληνικού στρατού σήμανε και το τέλος του μικρασιατικού ελληνισμού. Όσοι Έλληνες σώθηκαν πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς.
Σμύρνη
Η πυρπόληση της Σμύρνης πραγματοποιήθηκε στις 30 με 31 Αυγούστου.«Η πυρκαγιά της Σμύρνης έχει ολοκληρώσει συμβολικά τον άγριο διωγμό που υφίσταται ο απροστάτευτος ελληνικός και αρμενικός πληθυσμός, όχι μόνο της Σμύρνης, αλλά όλου του μετώπου της δυτικής Μικράς Ασίας» (Αναγνωστοπούλου, 2017:104).
«[…]Οι ελληνικές συνοικίες μετατράπηκαν σε παρανάλωμα του πυρός» (Χατζηαντωνίου, 2004:490).
Η Σμύρνη ήταν στις φλόγες επί τέσσερις ημέρες. «Σύμφωνα με μαρτυρίες επιζώντων, ομάδες Τούρκων από τις γύρω περιοχές λεηλατούσαν συστηματικά τα σπίτια πριν αυτά παραδοθούν στις φλόγες» (Συρίγος & Χατζηβασιλείου, 2022:204).
Το τουρκικό σχέδιο για την πυρπόληση και τελικά την καταστροφή της Σμύρνης ήταν προσχεδιασμένο και πολύ καλά προμελετημένο . Η επίσημη τουρκική άποψη ήταν ότι ο εμπρησμός αυτός έγινε από τους Έλληνες σε συνεργασία με τους Αρμένιους με σκοπό να εκδικηθούν τους Τούρκους φεύγοντας από τη Σμύρνη και από τα παράλια της Μικράς Ασίας. Βέβαια, αυτό το επιχείρημα αντικρούεται, αφού οι Τούρκοι στρατιώτες του Κεμάλ ήθελαν να εξοντώσουν τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας και να τους εκδιώξουν από την Σμύρνη και την ευρύτερη περιοχή της.
Ο Κεμάλ ήθελε να εξοντώσει κάθε ελληνικό και αρμενικό στοιχείο από την περιοχή της Σμύρνης για να δημιουργήσει ένα νέο κράτος που θα είναι εθνικά και θρησκευτικά ομοιογενές. Μετά τον εμπρησμό της Σμύρνης εκδίδει «διάταγμα με το οποίο όλοι οι Έλληνες και Αρμένιοι από το 18ο ως το 45ο έτος της ηλικίας τους θεωρούνται αιχμάλωτοι -για να οδηγηθούν στο λευκό θάνατο, στα τάγματα εργασίας» (Χατζηαντωνίου, 2004:490/491). Τα γυναικόπαιδα και όσοι είχαν απομείνει διατάχθηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, φεύγοντας από την περιοχή της Μικράς Ασίας εντός 15 ημερών, αλλιώς θα θεωρούνταν αιχμάλωτοι.
Ο κλήρος και γενικότερα η εκκλησία στην περιοχή της Σμύρνης και ευρύτερα της Μικράς Ασίας υπέστη φρικαλέα βασανιστήρια και φοβερούς διωγμούς. Όπως αναφέρει ο Χατζηαντωνίου (2004:491) «δεκάδες είναι οι επίσκοποι και ιερείς που κατακρεουργήθηκαν, σουβλίστηκαν, πεταλώθηκαν, σταυρώθηκαν, ετάφησαν ζωντανοί». Επίσης, είχαν καταστραφεί 2.000 εκκλησίες και από τις 46 που βρίσκονταν στη Σμύρνη, μετά την πυρπόληση σώθηκαν μόνο 3. Φαινόταν ότι ο χριστιανικός ελληνικός πληθυσμός περνούσε την πιο δύσκολη δοκιμασία, αφού αγωνιζόταν για να σωθεί. Οι σφαγές και οι λεηλασίες που έγιναν είχαν πολλές ανθρώπινες απώλειες και σε άλλες περιοχές της Μικράς Ασίας..
Η Συνθήκη της Λωζάνης ήταν η συνθήκη ειρήνης που έθεσε τα όρια της σύγχρονης Τουρκίας. Υπογράφηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας στις 24 Ιουλίου 1923 από την Ελλάδα, την Τουρκία και τις άλλες χώρες που πολέμησαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική εκστρατεία ( 1919-1922) και συμμετείχαν στη Συνθήκη των Σεβρών, συμπεριλαμβανομένης και της ΕΣΣΔ που δεν συμμετείχε στην προηγούμενη συνθήκη. Στο κείμενο της Συνθήκης συμπεριλαμβάνεται και η Σύμβαση της Λωζάνης που αποτελεί συντομότερο κείμενο και υπογράφηκε νωρίτερα, στις 30 Ιανουαρίου 1923.
Η Συνθήκη της Λωζάνης κατήργησε τη Συνθήκη των Σεβρών που δεν είχε γίνει αποδεκτή από τη νέα κυβέρνηση της Τουρκίας η οποία διαδέχθηκε τον Σουλτάνο της Κωνσταντινούπολης.
Η Τουρκία ανέκτησε την Ανατολική Θράκη, την Ίμβρο και Τένεδο, μια λωρίδα γης κατά μήκος των συνόρων με τη Συρία, την περιοχή της Σμύρνης και της Διεθνοποιημένης Ζώνης των Στενών, η οποία όμως θα έμενε αποστρατιωτικοποιημένη και αντικείμενο νέας διεθνούς διάσκεψης. Παραχώρησε τα Δωδεκάνησα στην Ιταλία, όπως προέβλεπε και η συνθήκη των Σεβρών, αλλά χωρίς πρόβλεψη για δυνατότητα αυτοδιάθεσης. Ανέκτησε πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα σε όλη της την επικράτεια και απέκτησε δικαιώματα στρατιωτικών εγκαταστάσεων σε όλη την επικράτειά της εκτός της ζώνης των στενών.
Με ξεχωριστή συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αποφασίστηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών από τις δύο χώρες και η «μη εγκατάσταση ναυτικής βάσεως» κάποιων νησιών του Αιγαίου (Λήμνος, Σαμοθράκη, Σάμος, Χίος, Λέσβος, Ικαρία). Αργότερα με τη Συνθήκη του Μοντρέ, στην οποία η Ελλάδα ήταν συμβαλλόμενο μέρος, η Τουρκία ξαναπέκτησε το δικαίωμα στρατιωτικοποίησης των Στενών, της Ίμβρου, Τενέδου, και αντίστοιχα η Ελλάδα της Λήμνου και Σαμοθράκης.
Η ανταλλαγή μειονοτήτων που πραγματοποιήθηκε προκάλεσε μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών. Μετακινήθηκαν από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη στην Ελλάδα 1.650.000 Οθωμανοί υπήκοοι, χριστιανικού θρησκεύματος και από την Ελλάδα στην Τουρκία 670.000 Έλληνες υπήκοοι, μουσουλμανικού θρησκεύματος.
Επιπλέον, βάσει του άρθρου 23, η Τουρκία εκχώρησε πλήρως τα κυριαρχικά της δικαιώματα επί της Κύπρου
Χαρακτηρισμένη ως η «μεγαλύτερη μετακίνηση πληθυσμών στην ιστορία», η επακόλουθη της Μικρασιατικής Καταστροφής αθρόα εισροή προς την ελληνική επικράτεια προσφύγων, κυρίως ελληνικής καταγωγής, οι οποίοι κατοικούσαν από την αρχαιότητα στην Μικρά Ασία , τον Πόντο, την Ανατολική Θράκη και άλλα εδάφη της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, προκάλεσε μια σειρά ανακατατάξεων σε οικονομικό επίπεδο, τις οποίες κλήθηκε να αντιμετωπίσει η Ελλάδα εν μέσω των ήδη διαμορφωμένων αρνητικών οικονομικών συνθηκών. Τα κύρια προβλήματα ήταν η στέγαση, οι υποδομές υποδοχής και εγκατάστασης, η δημόσια υγεία και η επαγγελματική αποκατάσταση των προσφύγων.
Η προσωρινή στέγαση Μικρασιατών προσφύγων έγινε καταρχήν σε γήπεδα, θέατρα, αυλές εκκλησιών, δημόσια κτήρια, παράγκες, σκηνές, καθώς και σε χαμόσπιτα και καλύβες που βρίσκονταν σε εγκαταλελειμμένα χωριά, δημιουργώντας οικισμούς προσφυγικούς. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν άθλιες. Δεν υπήρχαν έργα υποδοχής, ούτε δίκτυα ύδρευσης, ηλεκτροφωτισμού και αποχέτευσης. Έλειπαν παντελώς οι χώροι αναψυχής, ενώ μεταδίδονταν εύκολα επιδημικές ασθένειες . Φαίνεται λογικό λοιπόν το γεγονός ότι δόθηκε προτεραιότητα στην αντιμετώπιση στοιχειωδών και πιεστικών αναγκών, όπως ήταν η διατροφή που αντιμετωπίστηκε με την οργάνωση συσσιτίων και την παροχή τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης, όπως και η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Οι επιδράσεις του προσφυγικού εποικισμού ιδιαίτερα στην Μακεδονία είναι χαρακτηριστικό δείγμα της αξιοποίησης του επαγγελματικού δυναμικού των προσφύγων. Οι πρόσφυγες προέβησαν στην εκτέλεση μεγάλων έργων, διάνοιξη δρόμων, κατασκευή γεφυρών, εκτέλεση λιμενικών, εγγειοβελτιωτικών και αρδευτικών έργων, κυρίως σε τρεις περιοχές: τις πεδιάδες των Σερρών, της Δράμας και της Θεσσαλονίκης. Διευθέτησαν τις κοίτες χειμάρρων και των μεγάλων ποταμών, όπως του Αξιού και του Στρυμόνα, αποξήραναν τις λίμνες Αχινού , Γιανιτσών κ.α. και παρέδωσαν τις γαίες σε ακτήμονες πρόσφυγες και γηγενείς.
Ένα μεγάλο τμήμα του προσφυγικού πληθυσμού εμφανίστηκε ως αξιόλογη και ειδικευμένη φθηνή εργατική δύναμη, παρέχοντας επιπλέον κίνητρα για τη δημιουργία νέων παραγωγικών μονάδων.
Η άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα έγινε η αιτία για να επιταχυνθεί και επεκταθεί η διαδικασία διανομής των μεγάλων αγροκτημάτων (τσιφλικιών) στους καλλιεργητές.
Η άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα ωφέλησε την ελληνική οικονομία, αν και όχι τους ίδιους τους πρόσφυγες –εκτός εκείνων που είχαν τη δυνατότητα να συνεχίσουν τις προηγούμενες οικονομικές τους δραστηριότητες και στην Ελλάδα. Πέραν της κινητής περιουσίας που μετέφεραν στην Ελλάδα, λειτούργησαν και ως νέος παράγοντας ζήτησης για τη βιομηχανία ειδών διατροφής. Υπήρξε μεγάλη αύξηση της προσφοράς ειδικευμένης και φθηνής εργατικής δύναμης, προς όφελος του κεφαλαίου, εγχώριου και διεθνούς.
Η στέγαση των προσφύγων, τα αποξηραντικά έργα, η οδοποιία, οι επικοινωνίες, η παραγωγή υφαντουργικών ειδών πρώτης ανάγκης εμφανίστηκαν αφενός ως στόχοι κοινωνικής πολιτικής και αφετέρου λειτούργησαν μακροπρόθεσμα ως προσοδοφόροι τομείς για ελληνικές και ξένες επιχειρήσεις. Η αγροτική μεταρρύθμιση προχώρησε βαθύτερα, χάρη στους πρόσφυγες. Επίσης, ορισμένοι κλάδοι της οικονομίας όπως η υφαντουργία, η ταπητουργία και οι οικοδομές αναπτύχθηκαν με ρυθμούς ταχύτερους απ’ ότι άλλοι.
Προερχόμενοι από τόπους με μακραίωνη πολιτισμική παράδοση, οι πρόσφυγες μετέφεραν στην νέα τους πατρίδα τον πολιτισμό τους. Η κουζίνα και η μουσική τους επηρέασε τα λαϊκά στρώματα, παρέχοντας νέους τρόπους έκφρασης. Ο μικρασιατικός αστικός πληθυσμός, προστιθέμενος στον ελληνικό αστικό πληθυσμό, καθόρισε τη σύζευξη του σμυρνέικου με το ρεμπέτικο.
Ωστόσο, παρά την κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική αναταραχή, παρήχθησαν οι συνθήκες για τη θεμελίωση ενός σύγχρονου ομογενοποιημένου κράτους. Με αφετηρία την επομένη της αναγκαστικής μετανάστευσης, οι πρόσφυγες επί το πλείστον ομοεθνείς και ομόδοξοι, αρκετοί με σημαντικές γνώσεις και μόρφωση, καταξιωμένοι επαγγελματίες ή έμποροι, διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της σύγχρονης Ελληνικής κοινωνίας.
Όσον αφορά την ελληνική οικονομία, το όφελος υπήρξε σημαντικό. Εκτός της αύξησης της προσφοράς εξιδικευμένης και φθηνής εργατικής δύναμης και της διεύρυνσης της εσωτερικής αγοράς, η στέγαση των προσφύγων, τα αποξηραντικά έργα, η οδοποιία, οι επικοινωνίες, η παραγωγή υφαντουργικών ειδών πρώτης ανάγκης έγιναν στόχοι της κοινωνικής πολιτικής και λειτούργησαν ως προσοδοφόροι τομείς για τις ελληνικές και ξένες επιχειρήσεις.
Οι πρόσφυγες, χωρίς να εκμεταλλευθούν εντέλει προς ίδιον όφελος το εργατικό δυναμικό τους –εκτός εξαιρέσεων- έβγαλαν την ελληνική οικονομία από το λήθαργό της και την ώθησαν σε κρίσιμες αναδιαρθρώσεις. Στα παραπάνω είναι αναγκαίο να συνυπολογιστεί και η πολιτισμική τους προσφορά, ως τόνωση της πνευματικής ζωής και διαμόρφωση μιας νέας ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας.
Ωστόσο στην ψυχρή ιστορική αποτίμηση θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι σε κοινωνικό επίπεδο οι μαζικοί θάνατοι από την εξαθλίωση, τις κακουχίες και τις ασθένειες, η ψυχολογική αναταραχή, οι άθλιες συνθήκες εργασίας και οι προσωπικές απώλειες δεν μπορούν να εξισορροπήσουν ως ανταλλάγματα τις όποιες οικονομικές ή πολιτισμικές ωφέλειες .