Ο γέρος του Μωριά
«Όταν αποφασήσαμε να κάμομε την Επανάσταση, δεν εσυλογισθήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε: «Που πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα;», αλλά , ως μία βροχή, έπεσε σε όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και οι κληρικοί, και οι προεστοί, και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι, και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση». Απομνημονεύματα.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε το 1770 στο Ραμοβούνι Μεσσηνίας αν και η οικογένειά του ζούσε στο Λιμποβίτσι Αρκαδίας και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στον πύργο της Καστάνιτσας στη Μάνη. Το όνομα Θεόδωρος ήταν καινούργιο στη γενιά του και του δόθηκε για να τιμήσουν τον Ρώσο αξιωματικό Θεόδωρο Ορλώφ. Καταγόταν από φημισμένη οικογένεια και προερχόταν από το χωριό Ρουπάκι (οικισμός που δεν υφίσταται πλέον) και το επώνυμο ήταν Τζεργίνης. ‘Όμως αυτό άλλαξε από τον πρόγονο του Κολοκοτρώνη Μπότσικα (επώνυμο για μικρό και μαυριδερό). Ο γιός του Μπότσικα, Γιάννης, χαρακτηρίστηκε από κάποιο Αρβανίτη «Μπιθεκούρας» (στα αρβανίτικα σημαίνει αυτός που έχει δυνατά οπίσθια) και έμεινε έτσι το επώνυμο «Κολοκοτρώνης» που είναι η ακριβής μετάφραση στα ελληνικά.
Από μικρός ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ακολούθησε τον πατέρα του Κωνσταντή στις διάφορες περιπέτειές του. Το 1785 μετακόμισε με τη μητέρα και τα αδέρφια του στο χωριό Άκοβος. Διορίστηκε αρματωλός εναντίον των κλεφτών που λυμαίνονταν την περιφέρεια του Λεονταρίου. Πέντε χρόνια αργότερα το 1790 παντρεύεται στον Άκοβο την Αικατερίνη Καρούτσου. Εκεί έζησε μέχρι το 1797 σαν οικογενειάρχης και νοικοκύρης και απόκτησε κτήματα, σπίτι και περιουσία.
Η δράση του Κολοκοτρώνη σιγά-σιγά απλώθηκε, μαζί με τη φήμη του, σ’ όλη την Πελοπόννησο Το 1802 είχε γίνει τόσο επικίνδυνος στους κατακτητές, ώστε ο βοεβόδας της Πάτρας πέτυχε να εκδοθεί σουλτανικό φιρμάνι που τον καταδίκαζε σε θάνατο και ανάθετε την εκτέλεση στους προεστούς οι οποίοι αν δεν κατόρθωναν να τον σκοτώσουν θα εκτελούνταν οι ίδιοι.
Έχοντας αποκτήσει πείρα και στη θάλασσα ως κουρσάρος το 1805 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πήρε μέρος στις ναυτικές επιχειρήσεις του ρωσικού στόλου κατά τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο Τον Ιανουάριο του 1806 και ενώ βρισκόταν στην Πελοπόννησο βγήκε διάταγμα δίωξής του. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να ακολουθήσει πολύμηνη περιπετειώδης και δραματική καταδίωξή του από τους Τούρκους σε πολλά χωριά και πόλεις της Πελοποννήσου. Κατάφερε τελικά, μαχόμενος, να διαφύγει με πλοιάριο, φεύγοντας από περιοχή στα δυτικά του Λακωνικού κόλπου και περνώντας στα ρωσοκρατούμενα Κύθηρα με ενδιάμεση στάση στην Ελαφόνησο. Από το 1810 υπηρέτησε στο ελληνικό στρατιωτικό σώμα του αγγλικού στρατού στη Ζάκυνθο, όπου γρήγορα διακρίθηκε για τη δράση του εναντίον των Γάλλων και έφτασε στο βαθμό του ταγματάρχη.
Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία και τον Ιανουάριο του 1821 ξαναγύρισε στη Μάνη όπου άρχισε να προετοιμάζει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο γνωρίζοντας ότι η ημέρα έναρξης ήταν η 25 Μαρτίου. Βρέθηκε στην Καλαμάτα κατά την αναίμακτη κατάληψη της πόλης στις 23 Μαρτίου 1821. Την επομένη κινήθηκε προς την Μεγαλόπολη με τον Νικηταρά και την 25η Μαρτίου το πρωί βρίσκονταν στον Κάμπο της Καρύταινας ή της Μεγαλόπολης. Είχε αποφασιστεί στις 25 Μαρτίου να βρίσκονται όλοι οι οπλαρχηγοί στις επαρχίες τους ώστε να κηρυχθεί η Επανάσταση, όπως και έγινε.
Πρωταγωνίστησε σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις του Αγώνα, όπως στη νίκη στο Βαλτέτσι, στην Άλωση της Τριπολιτσάς, στην καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη στα Δερβενάκια, όπου διέσωσε τον Αγώνα στην Πελοπόννησο, αφού πρυτάνευσαν η ευφυΐα και η τόλμη του στρατηγικού του νου. Στα απομνημονεύματά του σχετικά με την κατάληψη της Τριπολιτσάς αναφέρει:
Όταν έμβηκα εις την Τριπολιτσά, με έδειξαν τον Πλάτανο εις το παζάρι όπου εκρέμαγαν τους Έλληνας. Αναστέναξα και είπα: «Άιντε, πόσοι από το σόγι μου και από το έθνος μου εκρεμάσθηκαν εκεί», διέταξα και το έκοψαν.
Οι επιτυχίες αυτές τον ανέδειξαν σε αρχιστράτηγο της Πελοποννήσου. Στη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου, πολλές φορές προσπάθησε να αμβλύνει τις αντιθέσεις ανάμεσα στους αντιπάλους, αλλά παρόλα αυτά δεν απέφυγε τη ρήξη. Μετά από ένοπλες συγκρούσεις, ο ίδιος και ο γιος του συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν στο Ναύπλιο.
Αποφυλακίζεται για να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Χωρίς πολυάριθμο στρατό ξεκίνησε και πάλι τον κλεφτοπόλεμο, που διήρκεσε ως το 1828.
Ο Κολοκοτρώνης διοικούσε τα στρατεύματα με ιδιοφυή τρόπο, χρησιμοποιώντας τις τακτικές του κλεφτοπολέμου, ώστε να μπορεί να αντεπεξέρχεται το στράτευμα στην αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου. Για τις δυσκολίες του αγώνα του 1821 αναφέρει στα απομνημονεύματα του:
Ο Ιμπραΐμης μου επαράγγειλε μια φορά διατί δεν στέκω να πολεμήσωμεν (κατά μέτωπον). Εγώ του αποκρίθηκα, ας πάρη πεντακόσιους, χίλιους, και παίρνω και εγώ άλλους τόσους, και τότε πολεμούμε, ή αν θέλη ας έλθη και να μονομαχήσωμεν οι δύο. Αυτός δεν με αποκρίθηκε εις κανένα. Και αν ήθελε το δεχθή το έκαμνα με όλην την καρδιάν, διότι έλεγα αν χανόμουν, ας πήγαινα, αν τον χαλούσα, εγλύτωνα το έθνος μου.
Επίσης μεγάλη σημασία έδινε στην καταστροφή των πόρων (τροφές/ζωοτροφές) του αντιπάλου, καθώς και στην εξασφάλιση τροφής για το στράτευμα του. Αναγνώρισε πολλές φορές το έργο και τη σημασία των Ελλήνων κτηνοτρόφων, οι οποίοι εξασφάλιζαν με τα χιλιάδες ζώα τους τροφή για την υποστήριξη των μαχητών και γενικά της Επανάστασης.
Υπήρξε ένθερμος οπαδός της πολιτικής του Καποδίστρια και αργότερα πρωτοστάτησε στα γεγονότα για την ενθρόνιση του Όθωνα
Το 1833, όμως, οι διαφωνίες του με την Αντιβασιλεία τον οδήγησαν, μαζί με άλλους αγωνιστές, πάλι στις φυλακές της Ακροναυπλίας στο Ναύπλιο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας Έτσι, στις 25 Μαΐου 1834, μαζί με τον Πλαπούτα, καταδικάστηκε σε θάνατο. Έλαβε χάρη μετά την ενηλικίωση του Όθωνα το 1835, οπότε και ονομάστηκε στρατηγός και έλαβε το αξίωμα του «Συμβούλου της Επικρατείας». Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κολοκοτρώνης υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα «Απομνημονεύματά» του, που κυκλοφόρησαν το 1851 και αποτελούν πολύτιμη πηγή για την Ελληνική Επανάσταση.
«Ο Θεός έβαλε την υπογραφή του για τη λευτεριά και δεν την παίρνει πίσω»
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε στις 16 Φεβρουαρίου 1843 το πρωί, από εγκεφαλικό επεισόδιο έχοντας επιστρέψει από γλέντι στα βασιλικά ανάκτορα, όπου τα τελευταία χρόνια ήταν υπασπιστής του Όθωνα.
Τιμούμε την Επανάσταση της 25ης Μαρτίου 1821. Είμαστε υπερήφανοι και ευγνώμονες για τους αγωνιστές της εποχής εκείνης που ελευθέρωσαν την πατρίδα μας, την Ελλάδα μας (παρά τις διαφωνίες που είχαν μεταξύ τους), μετά από τετρακόσια χρόνια δουλείας.
Με αυτή την αναφορά στον Γέρο του Μωριά, κλείνουμε την ενότητα της ηλεκτρονικής μας εφημερίδας « ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ 1821», που ξεκίνησε το 2021 σαν φόρος τιμής για τα διακόσια χρόνια από την έναρξη της επανάστασης.