Γεννήθηκε μάλλον το 1782 και ήταν γιός της Ζωής Διμισκή και του Δημητρίου Καραϊσκου. Σαν τόπος γέννησης του αναφέρεται ένα σπήλαιο κοντά στο χωριό Μαυρομμάτι Καρδίτσας ή ένα μοναστήρι στη Σκουληκαριά.
Η μητέρα του μετά τον θάνατο του Ιωάννη Μαυρομματιώτη που ήταν ο πρώτος σύζυγός της έγινε καλόγρια- γι΄ αυτό του έμεινε η προσωνυμία « ο γιός της καλογριάς»-. Το επίθετό του είναι χαϊδευτικό υποκοριστικό του ονόματος του πατέρα του.
Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα λόγω του οικογενειακού ιστορικού αλλά και επειδή αναγκάστηκε να ζει μόνος του χωρίς των υποστήριξη των γονιών του. Ήταν φιλόνικος , βλάσφημος και βωμολόχος χαρακτηριστικά που απέκτησε από τα παιδικά του χρόνια κατά τα οποία δέχθηκε μεγάλη κοινωνική πίεση.
Νεαρός αιχμαλωτίζεται από τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων ,φυλακίζεται για παράνομες πράξεις αλλά μαθαίνει και λίγα γράμματα στην αυλή του . Λέγεται ότι αυτήν την περίοδο ,ο Αλή πασάς τον είχε μαστιγώσει, αλλά εκτιμώντας το θάρρος του τον είχε ρωτήσει: «Τι θέλεις να σε κάμω μωρέ Καραϊσκάκη ;» Αυτός τότε με πίστη πάντα στην αξία του αλλά χωρίς να ξεχνά σε ποιόν απευθύνεται του είχε απαντήσει « Αν πιστεύεις ότι είμαι άξιος για αφέντης ,κάμε με αφέντη, αν πιστεύεις ότι είμαι άξιος για υπηρέτης , κάμε με υπηρέτη, αν δεν με θεωρείς άξιο για τίποτε, ρίξε με στην λίμνη των Ιωαννίνων »
Λιποτακτεί και εντάσσεται στην ομάδα του Κατσαντώνη.. Την περίοδο αυτή έγινε και ο γάμος του με την Γκόλφω Ψαρογιαννοπούλου, με την οποία απέκτησε δύο κόρες κι ένα γιο, τον στρατιωτικό και πολιτικό Σπυρίδωνα Καραϊσκάκη (1826-1898).
Τον Ιανουάριο του 1821 συμμετείχε στη σύσκεψη της Λευκάδας, στην οποία αποφασίστηκε η προετοιμασία της εξέγερσης στη Στερεά Ελλάδα.
Γίνεται καπετάνιος των Αγράφων το 1821 και αναγνωρίζεται ακόμα και από τις οθωμανικές αρχές της Λάρισας. Κατέχοντας πλέον τα Άγραφα αποφεύγει να προσβάλει τους Τούρκους, υποκρινόμενος υποταγή στον Σουλτάνο. Το 1822 εμπλέκεται σε διαμάχη με τον Γιαννάκη Ράγκο , εκλεκτό του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, για το αρματολίκι των Αγράφων. Από τότε χρονολογείται και η διένεξή του με τον φαναριώτη πολιτικό.
Όταν εισβάλουν οι Τούρκοι στην Στερεά Ελλάδα (Νοέμβριος 1822) ο Καραϊσκάκης ειδοποιεί από τα Άγραφα τον Πανουργιά ,ότι έχει διαπραγματευτεί μαζί τους ΄το ότι «αυτός κατέχει τα Άγραφα και να μην έλθουν», κερδίζοντας χρόνο και περιμένοντας τα αποτελέσματα από την πολιορκία του Χουρσίτ Πασά κατά του Μεσολογγίου και κατά της Ανατολικής Ελλάδας καθώς επίσης και τα αποτελέσματα από την εκστρατεία του Δράμαλη. Και «αν χρειάζονται στρατιωτική βοήθεια να τους πέμψει» .
Μετά τη λύση της Α΄ πολιορκίας του Μεσολογγίου (31 Δεκεμβρίου 1822) , τμήμα του στρατού του Ομέρ Βρυώνη και του Κιουταχή έπρεπε να μετακινηθεί μέσω των Αγράφων. Ο Καραϊσκάκης προκατέλαβε με χίλιους περίπου άνδρες την διάβαση κοντά στον Άγιο Βλάση αναγκάζοντας τους Τούρκους να οπισθοχωρήσουν στο Αγρίνιο, μετά από πεισματώδη μάχη. Ο ίδιος στη συνέχεια αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τα Άγραφα και να πάει στην Ιθάκη για να συναντήσει έμπειρους γιατρούς για την αντιμετώπιση της φυματίωσης από την οποία έπασχε. Οι γιατροί του δίνουν λίγες ελπίδες ζωής και του συνιστούν να μείνει στο νησί.
Ο Καραϊσκάκης όμως, επιθυμεί να γυρίσει την Ρούμελη και τα Άγραφα και τελικά επιστρέφει πηγαίνοντας στο Μεσολόγγι και ζητώντας να διοριστεί αρχηγός των ελληνικών πλέον δυνάμεων των Αγράφων. Αλλά ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος δεν δέχεται. Οι Τζαβελαίοι αλλά και άλλοι οπλαρχηγοί είναι υπέρ του, ενώ εναντίον του είναι μόνο ο Μαυροκορδάτος, που ηθελημένα τον υποβιβάζει προκειμένου να υποστηρίξει τον Γ.Ράγκο. Συνέβησαν τότε και κάποιες συμπλοκές μεταξύ οπαδών του Καραϊσκάκη και Μεσολογγιτών. Τότε ο Μαυροκορδάτος κατηγορεί άδικα τον Καραϊσκάκη ότι: “ο γιος της Καλογριάς έχει στείλει επιστολή στον Ομέρ Βρυώνη με την υπόσχεση να του παραδώσει το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό”. Έτσι διορίζει επιτροπή προκειμένου να εξεταστεί η “αποκάλυψη της προδοσίας”.
Στις 30 Μαρτίου του 1824 αυτή η επιτροπή εκδίδει προκήρυξη για τα εγκλήματα του Καραϊσκάκη σαν «προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδας » η οποία είναι πράξη διοικητική και όχι δικαστική και με αυτήν ο Καραϊσκάκης κρίνεται ένοχος εσχάτης προδοσίας . Στερείται όλων του των βαθμών και των αξιωμάτων του διατάσσεται να φύγει για το Αιτωλικό και οι πολίτες διατάσσονται να αποφεύγουν κάθε επικοινωνία με τον εχθρό της πατρίδας ,δηλ τον Καραϊσκάκη, εάν αυτός δεν μετανοήσει και ζητήσει εγγράφως συγνώμη.
***Ο μεγάλος αυτός άνδρας έχοντας την πατρίδα πάνω απ΄όλα , στις 27 Μαϊου του ίδιου έτους ζητά εγγράφως συγνώμη από τον Α.Μαυροκορδάτο ,η οποία φυσικά δεν εισακούστηκε .
Τελικά 25 Ιουνίου του 1824 πηγαίνει ο ίδιος στο Ναύπλιο και η Κυβέρνηση του αναγνωρίζει όλους τους βαθμούς και τα αξιώματα.
Παίρνει αμέσως την διαταγή να εκστρατεύσει στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα επικεφαλής 300 ανδρών.
Εν τω μεταξύ η κατάσταση που επικρατεί στην ματωμένη πατρίδα δεν είναι καλή.
Η Επανάσταση που ξεκίνησε τον Μάρτη του 1821 κινδυνεύει να χαθεί όταν το 1825 ο σουλτάνος αποφασίζει και στέλνει στον Ιμπραήμ για να την καταστείλει.
Ο Ιμπραήμ είναι ικανότατος ,έξυπνος και δεν εγκαταλείπει τον στόχο. Διαθέτει τακτικό στρατό ο οποίος ανεφοδιάζεται από την Αίγυπτο ανελλιπώς.
Τον Απρίλιο του 1825 ο Ιμπραήμ αποβιβάζεται στην Πελοπόννησο και αρχίζουν τα σοβαρά προβλήματα για τους επαναστατημένους Έλληνες.
Στην μάχη στην Σφακτηρία σκοτώνονται ο Αναγνωσταράς, ο Σαχίνης ο Τσαμαδός ,ο κόμης Σανταρόζα.
Τον Μάιο του ίδιου έτους ο Παπαφλέσσας (τότε υπουργός εσωτερικών),ατρόμητος μαχητής σκοτώνεται ηρωϊκά στο Μανιάκι.
Ο Ιμπραήμ προχωρά στην Αρκαδία.
Ο Κολοκοτρώνης (λυτρώνεται από την Ύδρα) και αναλαμβάνει την αρχιστρατηγία της Πελοποννήσου και καταλαμβάνει με τον γιό του Γενναίο ,τον Δεληγιάννη ,τον Πλαπούτα ,τον Κ. Μαυρομιχάλη και τον Τσώκρη τα στενά που οδηγούν από την Μεσσηνία στην Αρκαδία.
Οι μάχες ακολουθούν η μία την άλλη , η επανάσταση κινδυνεύει.
Ο Δημήτριος Υψηλάντης με τον Μακρυγιάννη και τον Κ.Μαυρομιχάλη και μόνο με 350 άνδρες προσπαθούν να κρατήσουν τις αποθήκες του Ναυπλίου στους Μύλους. Όταν ο Δεριγνύ υποδεικνύει στον Υψηλάντη την ματαιότητα της αντίστασης ,εκείνος απαντά «Το καθήκον μας είναι να πεθάνουμε».
Ο Ιμπραήμ ενισχύει τις δυνάμεις του Ρεσίτ πασά ο οποίος ήδη πολιορκεί το Μεσολόγγι .
Όταν οι ‘’ελεύθεροι πολιορκημένοι ‘’ το βράδυ της 10 προς 11 Απριλίου 1826 κάνουν την ηρωϊκή έξοδο , ο Καραϊσκάκης είναι άρρωστος στην Ναυπακτία. Στέλνει όμως άνδρες για να μάθει αν και πόσοι σώθηκαν και τους στέλνει τρόφιμα. Στην συνέχεια μαζί με πολλούς από τους μαχητές που είχαν απομείνει από το Μεσολόγγι πηγαίνει στο Ναύπλιο. Βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο φυματίωσης αλλά προτείνει στην Διοικητική Επιτροπή να πάρει στα χέρια του τον αγώνα του Έθνους στην Στερεά. Ο πρόεδρος της επιτροπής Α.Ζαϊμης θεωρεί τον Καραϊσκάκη τον αξιότερο στρατιωτικό για να αναλάβει ,τον αναγνωρίζει αρχιστράτηγο .Ο διάλογος που διασώζεται μεταξύ του ο Β .Μπουντούρη και του Καραϊσκάκη έχει ως εξής: Β. Μπουντούρης- «Δεν έκαμες έως τώρα όσο έπρεπε το χρέος σου στην πατρίδα Καραϊσκάκη .Ο Θεός να σε φωτήσει να το κάμεις από εδώ και μπρός» Καραϊσκάκης -‘’ Δεν το αρνούμαι. Όταν θέλω γίνομαι άγγελος .Και όταν θέλω γίνομαι διάβολος. Από τώρα έχω σκοπό να γίνω άγγελος ‘’
Ο Καραϊσκάκης είναι πλέον διορισμένος από την Κυβέρνηση γενικός αρχηγός όλων των ελληνικών στρατευμάτων.
Οι Έλληνες παλεύουν ηρωικά να κρατήσουν ζωντανή την επαναστατημένη πατρίδα, όμως μετά από την ηρωϊκή έξοδο του Μεσολογγίου, η επανάσταση στην Στερεά Ελλάδα φαίνεται να έχει χαθεί. Έχει μείνει να αντιστέκεται μόνο η Ακρόπολη της Αθήνας η Κάζα και τα Δερβενοχώρια.
Τον Ιούλιο του 1826 ο Καραϊσκάκης με περίπου 600 άνδρες φτάνει στην Στερεά Ελλάδα όπου βρίσκονται ήδη οι δυνάμεις του Ομέρ και του Κιουταχή. Η στρατιωτική ανωτερότητα του Καραϊσκάκη αλλάζει την θέση του Κιουταχή από πολιορκητή σε πολιορκούμενο.
Στην Ελευσίνα δημιουργείται γενικό ελληνικό στρατόπεδο κάτω από τις οδηγίες του αρχιστρατήγου. Ο Κιουταχής φοβάται πλέον την κατά μέτωπο επίθεση γιατί ο Καραϊσκάκης ακολουθεί την τακτική των μικρών φθοροποιών επιθέσεων. .
Ο Καραϊσκάκης καταφέρνει να ενισχύσει την φρουρά της Ακρόπολης με τον Κριεζώτη στις 10 Οκτωβρίου 1826. Στην συνέχεια ξεκινά εκστρατεία στην Βοιωτία ,την Φθιώτιδα και την Φωκίδα αποκόβοντας τον εφοδιασμό των τούρκων. Πολιορκεί τους πύργους της Δόμβραινας, χτυπά τους τούρκους που βρίσκονται εκεί μεταφέροντας συνεχώς το στρατόπεδο του , στρατοπεδεύοντας τελικά στο Δίστομο έχοντας εκκαθαρίσει πλέον όλη την περιοχή.
Ο Κιουταχής αντιλαμβάνεται το κυκλωτικό σχέδιο του Καραϊσκάκη και ζητά βοήθεια από τους Κεχαγιάμπεη και Μπουστάμπεη. Αυτοί ενώνουν τις δυνάμεις τους με τους τούρκους που πολιορκούν την Ακρόπολη.
Στις 18 Νοεμβρίου 1826 ο Μουστάμπεης στρατοπεδεύει στη Δαύλεια για διανυκτέρευση με σκοπό να φτάσει στην Άμφισσα μέσω Αράχωβας.
Ο Καραϊσκάκης μαθαίνει τις κινήσεις του και με 560 άνδρες το βράδυ μεταξύ 18 και 19 Νοεμβρίου καταλαμβάνει την Αράχωβα και την οχυρώνει. Οι μάχες που δίνονται τις επόμενες ημέρες συνέτριψαν τους τούρκους ( από 2000 τούρκους σώθηκαν περίπου 3οο ενώ σκοτώθηκαν οι Μουστάμπεης,Καριοφίλμπεης,Ελζάμπεης και Κεχαγίαμπεης).
Στο τέλος των μαχών φτάχνει πυραμίδα έξω από την Αράχωβα με 1.500 κεφάλια τούρκων .
Γνωρίζει πολύ καλά ότι ο Κιουταχής δεν θα μπορέσει να συνεχίσει την πολιορκία της Ακρόπολης χωρίς ανεφοδιασμό και γι΄αυτό συνεχίζει να εκκαθαρίζει την Στερεά Ελλάδα. Τον Δεκέμβρη μπαίνει στο Τουρκοχώρι και σκοτώνει ο ίδιος τον Μεχμέτ Πασά και καταδιώκει τον στρατό του. Τον Φεβρουάριο του 1827 αναγκάζει τον Ομέρ Πασά της Εύβοιας που είχε έρθει εναντίον του να γυρίσει πίσω.
Στις 23 Φεβρουαρίου 1827 ο Καραϊσκάκης γυρίζει στην Ελευσίνα μετά από τέσσερεις μήνες μαχών ,έχοντας ελευθερώσει όλη την Στερεά Ελλάδα ( εκτός από το Μεσολόγγι, την Βόνιτσα και την Ναύπακτο). Έχει μαζί του χίλιους περίπου άνδρες και μεταφέρει το στρατόπεδο του από την Ελευσίνα στο Κερατσίνι.
Εκεί φτιάχνει μικρές οχυρώσεις και αποκρούει τις συνεχείς επιθέσεις των τούρκων (Μάρτιος 1827).
Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης με τον Σισίνη, Πετμεζά κ.ά. με δύναμη 2.000 ανδρών έρχονται σε βοήθεια.
Το 1827 οι διορισμένοι από την Συνέλευση της Τροιζήνας Κόχραν και Τσωρτς έρχονται να βοηθήσουν ο πρώτος ως ‘’στόλαρχος πασών των ναυτικών δυνάμεων και ο δεύτερος ως ‘’διευθυντής χερσαίων δυνάμεων’’.
Ο Καραϊσκάκης διαφωνεί μαζί τους για την τακτική του πολέμου. Οι ξένοι θέλουν να εφαρμόσουν τις δικές τους τακτικές αγνοώντας την εδαφική μορφολογία, την μέχρι τώρα πολεμική τακτική και ψυχολογία των ελλήνων. Δίνουν διαταγές διαφορετικές από αυτές του Καραϊσκάκη με αποτέλεσμα το χάος. Όλη αυτή η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί αναγκάζει τον αρχιστράτηγο να επεμβαίνει προσωπικά για να σώζει καταστάσεις . Τον κίνδυνο αντιλαμβάνεται ο Κολοκοτρώνης και του στέλνει μήνυμα :
«Αδελφέ και παιδί μου Καραΐσκάκη…
Καθ’ α μανθάνω από ερχόμενους, εις ασκόπους αψιμαχίας και ακροβολισμούς ματαίους, τους οποίους, ως ανωφελείς και επιζημίους μάλιστα, και να απαγορεύεις πρέπει, ου μόνον τους άλλους παρορμάς εις σέρδαις – άμιλλας – επίσης ασκόπους και επικινδύνους, αλλά και τον εαυτόν σου εις ταύτα εκθέτεις. Το να φονεύονται τινές στρατιώται εν τοιαύταις, κακόν μεν και τούτο. Αλλ’ εάν φονεύονται και οπλαρχηγοί, άνευ ανάγκης ή σπουδαίου τινός λόγου, και το υπ’ αυτούς σώμα, μικρόν ή μεγάλον, μένη ακέφαλον, τότε αυτό όλον γίνεται νεκρόν και άχρηστον. Το βόλι του εχθρού σκοπεύει και κυνηγεί ως επί το πλείστον τους διακρινόμενους ως αξιωματικούς, και δεν διακρίνει, ούτε εντρέπεται, ούτε σέβεται ή φοβείται τινά. […] Πρόσεχε τον Καραισκάκην! Όχι διά τον Καραισκάκην αυτόν, αλλά διά την πατρίδα, εις την οποίαν ανήκει και είναι πολύ χρήσιμος! Αν ο Θεός μη το δώσει (ο λόγος θάνατον δε φέρνει!) κτυπηθής συ, ήξευρε ότι στρατόπεδον ελληνικόν εις την Ανατολικήν Ελλάδα ή υπέρ των Αθηνών δεν υπάρχει.[…]
Ο Καραϊσκάκης (αν και βρίσκεται σε πολύ άσχημη κατάσταση υγείας ), αποφασίζει να ανακόψει τις συνεχείς επιθέσεις των Τούρκων. Ορίζει το βράδυ 22 με 23 Απριλίου 1827 σαν ημερομηνία επίθεσης των ελληνικών δυνάμεων και όλοι έχουν συμφωνήσει να μην ξεκινήσουν τους πυροβολισμούς αν δεν δοθεί σύνθημα για γενική επίθεση.
Το απόγευμα της 22ας Απριλίου ακούγονται πυροβολισμοί παρ΄ ότι είχε δοθεί διαταγή να μην πυροβολήσει κανείς.
Ο Καραϊσκάκης για να μην γενικευτεί η σύρραξη βαριά άρρωστος πηγαίνει έφιππος στο σημείο εμπλοκής. Μία σφαίρα, όμως, τον βρίσκει στο υπογάστριο και τον τραυματίζει σοβαρά. Παρά τις προσπάθειες των γιατρών, αφήνει την τελευταία του πνοή στις 4 το πρωί της 23ης Απριλίου 1827, ανήμερα της ονομαστικής του εορτής.
Την επομένη, οι Έλληνες με πεσμένο ηθικό και κακή στρατηγική, έχουν αναλάβει οι Κόχραν και Τσώρτς την διοίκηση της διεξαγωγής της μάχης, συντρίβονται στην μάχη του Ανάλατου (σημερινός Φλοίσβος του Φαλήρου). Ακολουθεί η διάλυση του ελληνικού στρατοπέδου της Ακρόπολης και η διάλυση του στρατοπέδου στο Κερατσίνι. Η επανάσταση στην Στερεά Ελλάδα έχει χαθεί.
Λέγεται ότι όταν ο Κολοκοτρώνης έμαθε τον θάνατο του Καραϊσκάκη “κάθισε σταυροπόδι” και μοιρολογούσε σαν γυναίκα.
Οκτώ χρόνια μετά τον θάνατο του τα λείψανα του μεταφέρονται στον Πειραιά, όπου θάβονται οριστικά .
Ο βασιλιάς Όθωνας τοποθετεί πάνω στην λάρνακα του , σαν φόρο τιμής στον Αρχιστράτηγο Γεώργιο Καραϊσκάκη, το Παράσημο του Τάγματος του Σωτήρος, ανωτέρου βαθμού το οποίο έφερε και αναλαμβάνει ο ίδιος την κηδεμονία των δύο θυγατέρων του ήρωα.
Ωδή στο Γεώργιο Καραϊσκάκη
Η οθόνη βουλιάζει σαλεύει το πλήθος
εικόνες ξεχύνονται με μιας
πού πας παλληκάρι ωραίο σαν μύθος
κι ολόισια στο θάνατο κολυμπάς
Και όλες οι αντένες μιας γης χτυπημένης
μεγάφωνα και ασύρματοι από παντού
γλυκά σε νανουρίζουν κι εσύ ανεβαίνεις
ψηλά στους βασιλιάδες τ’ ουρανού
Ποιος στ’ αλήθεια είμαι εγώ και πού πάω
με χίλιες δυο εικόνες στο μυαλό
προβολείς με στραβώνουν και πάω
και γονατίζω και το αίμα σου φιλώ
Πού πας παλληκάρι πομπές ξεκινούνε
κι οι σκλάβες σου ουρλιάζουν στο βωμό
ουρλιάζουν τα πλήθη καμπάνες ηχούνε
κι ο ύμνος σου τραντάζει το ναό
Ποιος στ’ αλήθεια είμαι εγώ και πού πάω
με χίλιες δυο εικόνες στο μυαλό
οι προβολείς με στραβώνουν και πάω
και γονατίζω και το αίμα σου φιλώ
Διονύσης Σαββόπουλος
Ο θάνατος του Καραϊσκάκη είναι ένα από τα πιο τραγικά γεγονότα της Επανάστασης του 1821,σκοτεινός ,περίεργος και ανεξήγητος. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο θάνατος του οφειλόταν σε δολοφονική ενέργεια είτε με υποκίνηση των Άγγλων, που ήθελαν τον περιορισμό της Επανάστασης στην Πελοπόννησο, είτε του μεγάλου αντιπάλου του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου.
Οι πηγές που αναφέρονται στον θάνατο του δεν συμφωνούν.
Το έθνος θρήνησε το χαμό του. Η απώλειά του στην πιο κρίσιμη στιγμή της Επανάστασης ήταν ανεπανόρθωτη.
Ο Καραϊσκάκης διακρίνονταν για την ισχυρότατη θέληση, την δυνατή του σκέψη και την ικανότητά του στην άμεση λήψη και εκτέλεση αποφάσεων .
Ήταν ένας από τους λαμπρούς εκείνους ηγέτες που οι Έλληνες ευτύχησαν να έχουν σε κρίσιμες στιγμές αλλά συγχρόνως και την ατυχία να χάσουν σε κρισιμότερες.