Γράφει: Κων/νος Ρομποτής (Πρώην Πρόεδρος Πολιτιστικού Συλλόγου «ΠΑΛΛΗΝΕΥΣ»
Ελάτε να ταξιδέψουμε μαζί σ’ ένα όνειρο, σ’ ένα παραμύθι, γιατί η ιστορία της Παλλήνης μας ξεκινάει από ένα μύθο πριν τα Ιστορικά χρόνια. Είναι γνωστή η ειδικότητα των προγόνων μας να κατασκευάζουν μύθους, γι’ αυτό και η μοναδική Ελληνική Μυθολογία εμπλέκεται με θρύλους, παραδόσεις και πριν από τον γραπτό λόγο. Μύθους έφτιαχναν για αξιόλογα μέρη και η Παλλήνη από αρχαιοτάτων χρόνων ήταν αξιόλογος τόπος, αφού και ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι η ήταν ο αρχαιότερος και αξιολογότερος δήμος της Μεσογαίας.
Πρώτος βασιλιάς της Παλλήνης κατά την μυθολογία ήταν ο Πάλλα,. o αδελφός του πανίσχυρου Αιγέα, του βασιλιά της Αθήνας και επομένως θείος του Θησέα, του διαδόχου του θρόνου των Αθηνών. Όταν ο Θησέας πήγε στην Κρήτη να αντιμετωπίσει τον Μινώταυρο κανείς δεν ήλπιζε ότι θα γύριζε ζωντανός, επομένως ο Πάλλας πίστευε ότι αυτός θα ήταν ο επόμενος βασιλιάς της Αθήνας. Ο Θησέας όμως γύρισε και ο Αιγέας από παρεξήγηση ως γνωστόν έπεσε στα νερά της θάλασσας και βάφτισε το Αιγαίο πέλαγος με το όνομά του.
Ο Πάλλας που είχε πιστέψει ότι θα γινόταν βασιλιάς της Αθήνας δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα, γι’ αυτό μαζί με τους 50 γιους του, τους Παλλαντίδες, πολέμησε τον Θησέα για να του πάρει το θρόνο, αλλά ο Θησέας τον νίκησε κι έτσι ο Πάλλας παρέμεινε άρχων της Παλλήνης, δίνοντας το όνομά του στην πόλη μας και έτσι έχουμε «Πάλλας (με δύο λάμδα) – Παλλήνη – Παλλάς Αθηνά – Ναός Παλληνίδος Αθηνάς Παλάνα και με την παραφθορά Μπαλάνα». Όλα έχουν την ίδια ρίζα.
Ο συμπατριώτης μας στρατηγός, δημοτικός σύμβουλος και επίτιμος πρόεδρος του Συλλόγου μας κ. Ιωάννης Οικονόμου έχει συγγράψει ένα αξιολογότατο ιστορικό βιβλίο, το μόνο που έχει κωδικοποιήσει την ιστορία της Παλλήνης από αρχαιοτάτων μέχρι και των τελευταίων χρόνων της. Μπορεί κανείς να βρει πολύτιμα στοιχεία για την πόλη μας με μεγάλη ακρίβεια, αφού ανατρέχει σε βιβλιογραφία 72 τουλάχιστον συγγραφέων (αρχαίων και νεότερων) και θεωρείται ένα μοναδικό επιστημονικό ντοκουμέντο. Ευχαριστούμε πολύ τον κ. Οικονόμου για τα 5-6 χρόνια που διέθεσε με πολύ ζήλο ανατρέχοντας σε βιβλιοθήκες και άλλες πηγές ώστε να μας προσφέρει τόσο γλαφυρά την ταυτότητα της πόλης μας.
Μετά όμως από την προϊστορία και την μυθολογία ερχόμαστε σε ιστορικά πλέον γεγονότα, που έχουν την σφραγίδα του Ηρόδοτου και άλλων αρχαίων ιστορικών.
Η πιθανότερη θέση που ήταν κτισμένη η πόλη βρίσκεται λίγο δυτικότερα από δω και θα μπορούσαμε να την σκεφτούμε μεταξύ Μπαλάνας, Σταυρού και Κάντζας. Δυστυχώς δεν έχει ακόμα τουλάχιστον αποκαλυφθεί ο λαμπρός ναός της Παλληνίδος Αθηνάς που σε πολλά ιστορικά κείμενα αναφέρεται με θαυμασμό. Εντοπίζεται όμως από τις τελευταίες ανασκαφές της Αττικής Οδού στην περιοχή του Σταυρού και μάλιστα κοντά στην οδό Κλεισθένους.
Οι αρχαιολόγοι δικαιολογούν αυτή την θέση, διότι αποτελεί σταυροδρόμι μεταξύ Γαργηττού – Μενιδίου – Αθηνών – Μεσογείων, καθότι η Παλλήνη πάντα αποτελεί κόμβο όλων αυτών των περιοχών όπως και σήμερα γεγονός που εξηγεί και τον κατακερματισμό από τους μεγάλους δρόμους. Οι ανασκαφές για την δημιουργία της Αττικής Οδού και τα συνεργεία αρχαιολόγων που ακολούθησαν, επιβεβαιώνουν την αρχαιολογική αξία της περιοχής μας, με ευρήματα και κτερίσματα καθ’ όλο το μήκος της δυτικής σημερινής Παλλήνης, εκεί που πιθανολογείται η θέση της αρχαίας πόλης και εξ όσων γνωρίζουμε τα ευρήματα αυτά συσσωρεύθηκαν κατ’ αρχήν στο εργοστάσιο του Καμπά και εν συνεχεία αποθηκεύτηκαν σε αποθήκες του Πειραιά με άγνωστη την τύχη τους.
Το 425 π.χ. ο Αριστοφάνης ανέβασε την κωμωδία του «Αχαρνής». Σ’ ένα χορικό του αναφέρεται και στην Παλλήνη, όπου ο χορός σε μετάφραση λέει «Εμπρός! Αυτόν τον άνθρωπο στο χέρι πια να βάλουμε κι ως την Παλλήνη ας τρέξουμε να στήσουμε παγάνα…κλπ.».
Από την Παλλήνη πέρασε ο Μαραθωνοδρόμος αγγελιοφόρος όταν από τον Μαραθώνα έτρεξε στην Αθήνα το 490 π.χ. να αναγγείλει το «νενικήκαμεν».
Τον φανταζόμαστε να έχει κάνει μια στάση στην μεγάλη πόλη της διαδρομής του για να πιει δροσερό νεράκι από κάποιο πηγάδι κι έτσι οι Παλληνιώτες έμαθαν πριν από τους Αθηναίους το χαρμόσυνο γεγονός και ασφαλώς πανηγύρισαν για τους πολεμιστές της Παλλήνης, που κι αυτοί συμμετείχαν στην ιστορική μάχη.
Ως γνωστό, σε ανάμνηση αυτής της διαδρομής έχει καθιερωθεί ως βασικό αθλητικό αγώνισμα ο Μαραθώνιος, που όταν γίνεται στην κλασική διαδρομή περνούν οι αθλητές όλου του κόσμου από την πόλη μας.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Αμεινίας ήταν Παλληνεύς. Μεγάλη η δόξα του Αμεινία. Πρόσωπο που έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην ιστορία. Στην ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480π.χ. ήταν αυτός που πρώτος εμβόλισε Περσικό πλοίο και έτσι άρχισε εκεί ο αγώνας.
Όπως είναι γνωστό υπήρχε αντιπαράθεση μεταξύ του Αθηναίου Θεμιστοκλή και του Πελοποννήσιου Ευρυβιάδη. Ο Θεμιστοκλής επέμενε ότι μόνον σε κλειστό χώρο, όπως τα στενά της Σαλαμίνας, μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τον ισχυρότερο και πολυαριθμότερο Περσικό στόλο, ώστε τα μεγάλα τους πλοία να εγκλωβιστούν σε χώρο που να μην τους επιτρέπει χειρισμούς που οι ευέλικτες Ελληνικές τριήρεις θα μπορούσαν να κάνουν. Να σκεφθούμε ότι οι Πέρσες είχαν 1.300 περίπου μεγάλα πλοία, ενώ οι Έλληνες 300 μικρότερα. Η αντιπαράθεση λοιπόν στην ανοικτή θάλασσα, όπως υποστήριζε ο Ευριβιάδης και μερικοί άλλοι, μόνον καταστροφή μπορούσε να φέρει.
Ενώ λοιπόν οι διαβουλεύσεις των αρχηγών γίνονταν με μεγάλη οξύτητα και ο Ευρυβιάδης σήκωσε το μπαστούνι του να κτυπήσει τον Θεμιστοκλή και ακούστηκε το ιστορικό «πάταξον μεν, άκουσον δε». Τότε ο Αμεινίας, ως από μηχανής θεός, επιτίθεται και εμβολίζει ένα μεγάλο περσικό πλοίο, με τέτοια ορμή που ήταν αδύνατο να το αποκολλήσουν κι έτσι με ένα ρεσάλτο ο Αμεινίας με το πλήρωμά του κατέσφαξε το πολυάριθμο πλήρωμα των Περσών. Έτσι, η ναυμαχία γίνεται πια στο χώρο που είχε επιλέξει ο Θεμιστοκλής και γενικεύεται.
Ο Παλληνεύς όμως Αμεινίας δεν σταματά εδώ. Μεταπηδώντας και αναλαμβάνοντας την διοίκηση άλλου πλοίου, εφορμά κατά της Περσικής ναυαρχίδας, όπου στόλαρχος είναι ο Αριαβίγνης (αδελφός του Ξέρξη) και γλυτώνει από την καταστροφή τον Θεμιστοκλή, γιατί το πλοίο του Αριαβίγνη ήταν έτοιμο να εμβολίσει την τριήρη του Έλληνα στόλαρχου. Ο Αμεινίας πέφτει με τέτοια ορμή που ο Αριαβίγνης εκτοξεύεται στη θάλασσα και πνίγεται. Αρχίζει έτσι ο ενθουσιασμός των Ελλήνων και ο πανικός των Περσών. Ο Αμεινίας ακάθεκτος κυνηγά την τρομερή βασίλισσα της Αλικαρνασσού, την Αρτεμισία, που πολεμούσε καλύτερα από τους άνδρες.
Είναι γνωστό ότι η ναυμαχία έκρινε τελικά την τύχη της Ελλάδας, αλλά και της Ευρώπης, διότι το πανίσχυρο Περσικό κράτος αν περνούσε την δυνατή τότε Ελλάδα δεν θα αντιμετώπιζε σπουδαία αντίσταση από τους ανύπαρκτους εκείνο τον καιρό Ευρωπαίους. Η σημασία λοιπόν του εγχειρήματος του Αμεινία ήταν σπουδαία και γι’ αυτό ήταν ένας από τους τρεις ήρωες που τιμήθηκαν με το αριστείο ανδρείας σ’ αυτήν την σωτήρια ναυμαχία. Ο δε Δήμος Πειραιώς ονόμασε μιαν ακτή της Ψυτάλλειας, Ακτή Αμεινία.
Θα πρέπει κάποτε να δοθεί το όνομά του σε έναν δρόμο της Παλλήνης, έτσι ώστε να μάθουν όλοι όσοι δεν γνωρίζουν γι’ αυτόν τον Παλληνέα και οι νέοι να υπερηφανεύονται ότι κατοικούν στον ίδιο τόπο που έζησε αυτό το μεγάλο παλικάρι. Μα και για τον μυθικό βασιλιά Πάλλα, που έδωσε το όνομά του στην πόλη μας, θα πρέπει κάπου να τον αναφέρουμε.
Για τα αρχαιότατα ευρήματα που κατά καιρούς έχουν ανακαλυφθεί στην Παλλήνη και που αρχίζουν από τους Μυκηναϊκούς χρόνους, αλλά και για διάφορα ιστορικά γεγονότα, όπως οι μάχες του Πεισίστρατου και των παιδιών του που έγιναν στην περιοχή μας, θα πρέπει κάποτε να γίνει ειδική μνεία. Απλώς θα πρέπει να αναφερθεί ότι σε ανάμνηση της νίκης του Πεισίτρατου και των Πεισιστρατίδων (Ιππίας και Ιππίαρχος) στήθηκε ο λέων, που και σήμερα μετά από 2500 χρόνια υπάρχει στην Κάντζα. Πάρα πολλές λεπτομέρειες μπορεί ο ενδιαφερόμενος να βρει στο αξιόλογο, όπως είπαμε, βιβλίο του στρατηγού Ι. Οικονόμου.
Μετά λοιπόν τα ένδοξα αρχαία χρόνια, η Παλλήνη ακολούθησε την τύχη της Ελλάδας με την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία να κατακυριεύει όλους τους χώρους της πατρίδας μας, όπου ακολουθεί το Βυζάντιο, αλλά και η κατοχή από τους Ενετούς-Φλωρεντινούς και άλλους ιταλικούς λαούς. Η Παλλήνη την εποχή αυτή είναι σχεδόν ανύπαρκτη, έναντι των όμορων δήμων της περιοχής μας, που αποτελούν συγκροτημένα χωριά.
Ο Κώστας Μπίρης έχει συγγράψει ένα ογκώδες βιβλίο που ονομάζεται «ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ – Οι Δωριείς του νεότερου Ελληνισμού». Υπήρχε η εντύπωση ότι τους Αλβανούς τους έφεραν οι Τούρκοι στην Ελλάδα κατά καιρούς για να επιτηρήσουν τα κατεχόμενα. Δεν είναι όμως έτσι. Τους Αλβανούς τους έφεραν οι Ενετοί, οι Φλωρεντινοί, αλλά και οι Βυζαντινοί, διότι οι Αλβανοί ήταν επαγγελματίες πολεμιστές, μισθοφόροι δηλαδή, και τους έφεραν για να αστυνομεύουν τα κεκτημένα τους.
Όταν με την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453 οι Τούρκοι εισέβαλαν και στην υπόλοιπη Ελλάδα, αυτοί που κυρίως εμάχοντο κατά των Τούρκων εισβολέων ήταν οι Αλβανοί, γιατί αυτοί αποτελούσαν και τον οργανωμένο στρατό.
Όλα αυτά τα στρατεύματα που κατά καιρούς ήλθαν σε περιοχές της Ελλάδας, ασφαλώς πήραν πολλά από τον πολιτισμό των Ελλήνων, αλλά άφησαν και αυτοί πολλά στοιχεία, όπως τη γλώσσα τους.
Η ανέχεια και η αγραμματοσύνη που επικρατούσε τότε λόγω συνεχών αιώνων κατοχής, έκανε πολλούς Έλληνες να χρησιμοποιούν την απλή Αλβανική γλώσσα με κάποια παραφθορά, έναντι της γλαφυρής και με επιστημονική ακρίβεια Ελληνικής γλώσσας. Έχουμε λοιπόν τα «Αρβανίτικα». Η Παλλήνη την εποχή αυτή σχεδόν δεν έχει κατοίκους. Τα υπόλοιπα γειτονικά χωριά που ήταν κατοικημένα αναμείχθηκαν με τους Αλβανούς και έτσι δημιουργήθηκαν οι Αρβανίτες. Προπολεμικά οι ηλικιωμένοι όμορων δήμων δεν μιλούσαν ελληνικά, παρά μόνο αρβανίτικα.
Έκτοτε η Παλλήνη λειτουργεί σαν μεγάλο τσιφλίκι. Το πιθανότερο είναι ότι επί τουρκοκρατίας κάποιος Harbat Μπέης κατείχε το τεράστιο τσιφλίκι της Παλλήνης και μάλιστα παίρνει και το όνομά του, γι’ αυτό το χωριό το ξέρουμε σαν Χαρβάτι και ξεχνιέται το πραγματικό όνομα του ιστορικού τόπου.
Ενώ όλοι νόμιζαν ότι με την απελευθέρωση των Ελλήνων από τον Τουρκικό ζυγό τα κτήματα θα έρχονταν στα χέρια των Ελλήνων εργατών που σαν σκλάβοι τα καλλιεργούσαν, με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830 οι ιδιοκτησίες των Τούρκων παραμένουν δικές τους για μερικά χρόνια και έτσι μπορούν να τα πουλήσουν σε μεγάλους αγοραστές. Διάφοροι αγοραστές παρήλασαν, οι οποίοι με εξευτελιστικές τιμές αγόραζαν και πουλούσαν το τσιφλίκι, με τους κολίγες μαζί. Ιδιοκτησία λοιπόν των αφεντάδων και οι εργαζόμενοι σκλάβοι.
Ήταν πολλοί οι ιδιοκτήτες που παρήλασαν. Σταματάμε όμως στον Γάλλο πρόξενο Αλέξανδρο Λουδοβίκο Ντε Ρουζού. Το 1845 ο Ρουζού έκτισε ένα λαμπρό κτίριο (στη θέση που σήμερα βρίσκεται ο Ιερός Ναός του Αγίου Τρύφωνα) και το χρησιμοποιούσε σαν κατοικία του με πολύ προσωπικό, στάβλους, κτιστό νερόμυλο που εφοδίαζε με νερό το μέγαρο. Αυτός ο μύλος είναι σήμερα το μόνο κτίσμα που απέμεινε από τις εγκαταστάσεις του κτιρίου.
Το 1900 το κτίριο καταστράφηκε από φωτιά που προήλθε από τα υπόγεια μαγειρεία και έκτοτε δεν επανήλθε στην αρχική του μορφή. Οι Παλληνιώτες το θυμόμαστε ημικατεστραμμένο και το ονομάζαμε «το παλάτι». Εκτός από το μύλο, προφτάσαμε το σπίτι του επιστάτη του κτήματος, πλησίον του υπάρχοντος ευτυχώς περιστερώνα, ένα διώροφο κτίριο που χρησιμοποιήθηκε σαν κατοικία των μετέπειτα τσιφλικάδων, αφού το παλάτι είχε καταστραφεί.
Αυτό το διώροφο κτίριο έγινε κατοικία του τελευταίου Φεουδάρχη, του Καλλιφρονά, αλλά και των μετέπειτα αγοραστών Μεϊντάνη και Τάνες
Επίσης υπήρχαν 4 σειρές ταπεινών χαμηλών και συνεχόμενων οικισμών, όπου έμεναν οι κολίγες και στέγαζαν τη φτώχεια τους. Εν τω μεταξύ το 1874 το κτήμα αγοράζεται από τον Θεοφιλάτο, ο οποίος το κρατά 30 χρόνια, μέχρι το θάνατό του. Τιμή αγοράς 226.000 δρχ.
Μετά τον Θεοφιλάτο ιδιοκτήτης είναι ο Καλλιφρονάς. Το αγόρασε το 1904 αντί 650.000 δρχ. και είναι ο τελευταίος τσιφλικάς.
Οι κολίγες ήταν άνθρωποι από διάφορες περιοχές της χώρας που κατέφευγαν για να βρουν εργασία. Γι’ αυτό στην Παλλήνη υπήρχε πάντα ένα χάνι (Motel) που φιλοξενούσε τους διερχόμενους, αλλά και αυτούς που διέμεναν πολύ λίγο εδώ. Το κτίριο αυτό είναι το σημερινό Δημοτικό Μέγαρο. .
Την Παλλήνη όμως, το Χαρβάτι θα λέγαμε καλύτερα, αυτήν την εποχή συντάραξε ένα συγκλονιστικό γεγονός. Το 1913 άρχισε να εφαρμόζεται ο νόμος 1072 για την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών.
Υπήρχαν οι λεγόμενοι κολίγες εμφυτευτές. Αυτοί λοιπόν είχαν φυτεύσει στα κτήματα του τσιφλικιού δικά τους αμπέλια, ελιές ή άλλα δένδρα και κρατούσαν ένα μέρος του καρπού, ενώ ένα άλλο μέρος παρέδιδαν στο αφεντικό. Η αναλογία ήταν 1/3 στον εμφυτευτή και 2/3 στον τσιφλικά. Οι εμφυτευτές αυτοί το 1917-1918 δημιούργησαν αμπελουργικό συνεταιρισμό, που όπως γράφει ο Γιάννης Κορδάρος, ήταν ο πρώτος συνεταιρισμός της Αττικής. Ο συνεταιρισμός αυτός αποτελεί τον πρώτο πυρήνα της ιδιοκτησίας.
Ο αέρας της ελευθερίας και της ιδιοκτησίας άρχισε να πνέει και ξεκίνησε ο αγώνας της απαλλοτρίωσης. Ήδη και με τους αγώνες των Θεσσαλών, τις θυσίες του Κιλελέρ και ότι συνέβαινε, φαινότανε ξεκάθαρα ότι το φεουδαρχικό σύστημα στην Ελλάδα κατέρρεε ολοταχώς, παραχωρώντας τη θέση του στο Καπιταλιστικό σύστημα.
Έτσι το 1923 μετά από πολλές αντιπαραθέσεις με τον φεουδάρχη και σκληρές προσπάθειες , επί κυβερνήσεως Ε. Βενιζέλου δόθηκαν στους κολίγες οι προσωρινοί τίτλοι ιδιοκτησίας. Τα οριστικά παραχωρητήρια αποκτήθηκαν το 1953. Οι κληρούχοι ήταν 48 φυσικά πρόσωπα και ανά ένα κλήρο πήρε η εκκλησία και το Δημοτικό Σχολείο Παλλήνης. Επίσης μικροί κλήροι των 11 περίπου στρεμμάτων δόθηκαν σε επαγγελματίες που βρέθηκαν κατά την απαλλοτρίωση στην Παλλήνη, ενώ οι κανονικοί κληρούχοι έλαβαν κλήρους των 160 περίπου στρεμμάτων.
Όλα αυτά βέβαια δεν έγιναν αυτόματα βάσει του Νόμου 1072. Οι τσιφλικάδες αντέδρασαν πολύ σκληρά με όλα τα πολιτικά και κοινωνικά μέσα που τους έδινε η υψηλή κοινωνική τους θέση και μόνο η αποφασιστική θέληση του Βενιζέλου έσωσε την κατάσταση.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Καλλιφρονάς φοβούμενος τα χειρότερα, έσπευσε να πουλήσει ότι μπορούσε και κυρίως το εναπομένον 1/3 του τσιφλικιού, για το οποίο πρόθυμοι αγοραστές από το Λιόπεσι, την σημερινή Παιανία, θέλησαν να αγοράσουν σε τιμή ευκαιρίας.
Η αντίδραση των κολίγων ήταν έντονη και η αντιπαράθεση έφθασε σε ένοπλη αναμέτρηση, έτσι που την άνοιξη του 1929 το Χαρβάτι θρήνησε την απώλεια δύο νέων κοριτσιών, της Ειρήνης Πράπα και της Φανής Σιδεριά. Στην θέση Χούντα της περιοχής Αγ. Αθανασίου, όπου έγινε το φονικό, οι εκσκαφές της Αττικής Οδού έφεραν στην επιφάνεια μαρμάρινη στήλη με τα ονόματά τους.
Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τους Βαλκανικούς πολέμους, όπου οι περισσότεροι από τους Παλληνιώτες αγωνίσθηκαν για την απελευθέρωση και τον διπλασιασμό της Ελλάδας, ήλθε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος όπου η Παλλήνη και πάλι συνεισέφερε αίμα των παιδιών της στον κοινό αγώνα κατά του φασισμού. Θύματα υπήρξαν στρατευμένα παιδιά, αλλά και πολίτες.
Να δούμε όμως την τύχη του υπόλοιπου κτήματος του Καλλιφρονά, αυτό δηλαδή που δεν απαλλοτριώθηκε και δεν πουλήθηκε σε τρίτους. Το κομμάτι αυτό μεταβιβάστηκε από τον Καλλιφρονά στον Μεϊντάνη, που αρκετοί από μας τον θυμόμαστε και το 1939 από τον Μεϊντάνη στους αδελφούς Τάνες αντί 5.000.000 δρχ. Σήμερα αποτελεί την οικοδομημένη εν πολλοίς περιοχή Τάνες, που ανήκει σε πολλούς ιδιοκτήτες και είναι το νοτιοδυτικό τμήμα της πόλης μας.
Όμως μετά την καταγεγραμμένη ιστορία της, εμείς οι παλαιότεροι έχουμε μνήμες, μνήμες προσωπικές, αλλά και ζωντανές ακόμα διηγήσεις των γονιών μας και αυτές γράφουν την συνέχεια της Ιστορίας.
Η απογραφή της Παλλήνης πολύ παλιά κατέγραφε 25 οικογένειες με 100 άτομα, το 1927 502 κατοίκους, το 1951 902 κατοίκους και του 1971 2.450 περίπου. Η εξέλιξη, όπως παντού, κάλπασε. ‘Αλλαξε τους ρυθμούς, ζούμε μια διαφορετική εποχή και το παλιό μας χωριό ξεχνιέται.
Η Παλλήνη πρέπει να διατηρήσει ότι είναι δυνατόν από τον χαρακτήρα της, την μεγάλη της ιστορία.