ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ
Από πολύ παλιά η εκκλησία του χωριού ήταν η Κοίμηση της Θεοτόκου. Κάθε χρόνο λοιπόν, στις 15 Αυγούστου γινόταν πανηγυρική Θεία Λειτουργία με περιφορά της εικόνας και την παρουσία μερικές φορές του Δεσπότη Αττικής και Μεγαρίδος.
Οι κάτοικοι φορούσαν τα καλά τους ρούχα και συμμετείχαν στην μεγάλη αυτή γιορτή.
Μετά πήγαιναν στα διπλανά καφενεία των αδελφών Μπεσίρη και του Παναγιώτη Μαντόπουλου για να πιούν εκεί τον καφέ τους και να συζητήσουν τα ενδιαφέροντα θέματα, που συνήθως ήταν η γεωργία και οι καλλιέργειες.
Το απόγευμα επισκέπτονταν τους εορτάζοντες και έτρωγαν το γλυκό τους ή ακόμα και διάφορους μεζέδες με το ανάλογο κρασί, που όλοι είχαν στα σπίτια τους. Επίσης την 1η Φεβρουαρίου γιόρταζαν τον Άγιο Τρύφωνα, που τον θεωρούσαν προστάτη των γεωργών και από τότε η Παλλήνη τον έχει καθιερώσει σαν πολιούχο της.
Κάποια χρόνια, γύρω στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο ιερέας αυτής της εποχής, ο Νικόλαος Αναγνωστόπουλος είχε καθιερώσει πανήγυρη και στις 17 Ιουλίου, γιορτή της Αγίας Μαρίνας. Υπήρχε λοιπόν στην εκκλησία μια μεγάλη εικόνα της Αγίας Μαρίνας, την οποία τιμούσαν οι κάτοικοι αυτήν την ημέρα.
Λέγεται ότι ο πολυμήχανος αυτός ιερέας θεωρούσε την εποχή αυτή πιο πρόσφορη να συγκεντρώσει κόσμο, άρα και χρήματα για την εκκλησία.
Οπωσδήποτε οι γιορτές αυτές έδιναν στην μικρή κοινωνία του χωριού μια ευκαιρία αλλαγής, χαράς και κοινωνικής επαφής.
ΑΪ-ΓΙΑΝΝΙΟΥ
Στις 24 Ιουνίου την ημέρα του Αϊ-Γιάννη η μικρή κοινωνία του χωριού έδειχνε μεγάλη δραστηριότητα. Την παραμονή άναβαν φωτιές και με σχετικά τραγούδια και ευθυμία πηδούσαν πάνω από τις φλόγες, θεωρώντας ότι αυτό αποδεικνύει την ζωντάνια τους. Πολλοί μάλιστα το θεωρούσαν και γούρι. Σ’ αυτές τις φωτιές έκαιγαν και τους Μάηδες, δηλαδή τα στεφάνια με τα ξερά πια λουλούδια που είχαν βάλει σε κάθε πόρτα την Πρωτομαγιά. Επίσης ζύμωναν μικρά κουλούρια με αρκετό αλάτι, τα αλμυροκούλουρα.
Την ημέρα του Αϊ-Γιάννη έβγαζαν νερό από το πηγάδι και τρώγοντας αλμυροκούλουρα έπιναν το «αμίλητο νερό», γιατί δεν έπρεπε να μιλήσουν κάνοντας βόλτες γύρω από τις φωτιές που ακόμα συντηρούσαν. Απ’ την άλλη, οι ελεύθερες κοπέλες με έναν καθρέφτη προσπαθούσαν να οδηγήσουν τις ακτίνες του ήλιου μέσα στο νερό, όπου εκεί υποτίθεται ότι θα έβλεπαν το πρόσωπο του αγαπημένου τους ή του ανθρώπου που θα παντρεύονταν. Ωστόσο οι εκδηλώσεις δεν σταματούσαν εδώ. Από βραδύς πάλι έβαζαν νερό σ’ ένα πιθάρι και μέσα οι κοπέλες έριχναν προσωπικά τους αντικείμενα, όπως δακτυλίδια ή ό,τι άλλα μικροπράγματα είχαν και τα άφηνα σκεπασμένα όλη τη νύχτα. Αυτός ήταν ο κλήδονας.
Την ημέρα του Αϊ-Γιάννη έβαζαν κάποιο μικρό συνήθως παιδί που με το χεράκι του έβγαζε κάποιο αντικείμενο από τον κλήδονα και ενώ το κρατούσε, κάποια από τις κοπέλες διάβαζε ένα στιχάκι, ευχάριστο ή δυσάρεστο, που απευθυνόταν στον ιδιοκτήτη του αντικειμένου που μόλις είχε βγει από το κιούπι. Πολλές φορές τα στιχάκια ήταν ανάλογα με την περίπτωση, π.χ. αν το αντικείμενο ανήκε σε κάποια παχουλή, μπορούσε να λέει:
«Το μπράτσο σου το παχουλό
με το φαρδύ μανίκι
να το ΄κανα προσκέφαλο
κι ας πλήρωνα και νοίκι»
ή για κάποια που είχε ωραία μάτια:
«Τα μάτια σου τα όμορφα
τα μαύρα τα μεγάλα
τα βλέπουν οι αγελάδες μου
και κατεβάζουν γάλα»
και σε μια όμορφη:
«Άγγελος είσαι μάτια μου
κι όλον τον κόσμο ορίζεις
αν θες μου παίρνεις την καρδιά
αν θες μου την χαρίζεις»
Η γιορτή έκλεινε με χορούς και ευχές για υγεία, χαρές, γάμους, καλές σοδειές κλπ.
ΓΑΜΟΙ
Στο μικρό χωριό ο γάμος αποτελούσε μεγάλο, χαρούμενο γεγονός. Από μέρες πριν βοηθούσαν πολλοί και περισσότερο οι συγγενείς και οι φίλοι των μελλόνυμφων στο κάλεσμα, στα προικιά, στο στόλισμα του καινούργιου σπιτιού, στο στρώσιμο του νυφικού κρεβατιού, στην προετοιμασία του γαμήλιου τραπεζιού και του γλεντιού.
Το κάλεσμα στο γάμο γινόταν ως εξής: Νέες κοπέλες, κρατώντας στα χέρια τους πανέρια περνούσαν στα σπίτια των συγγενών και μοίραζαν κουλούρες στολισμένες με διάφορα σύμβολα του γάμου.
Τα προικιά, πριν τοποθετηθούν στις ανάλογες θέσεις μέσα στο σπίτι, τα έπλεναν και τα σιδέρωναν όσο μπορούσαν καλύτερα (όσα χρειάζονταν τέτοια φροντίδα). Τις κουβέρτες τις έδεναν με λευκές κορδέλες με φιόγκους και τις έκαναν στοίβα (γιούκο). Όλα αυτά τα τοποθετούσαν μέσα στο «καλό δωμάτιο» του σπιτιού, αρκετές ημέρες πριν την τελετή του γάμου, για να περάσουν όλοι οι καλεσμένοι (συνήθως οι γυναίκες), να τα δουν και να τα θαυμάσουν. Αυτοί έφερναν και τα δικά τους δώρα.
Στην περίπτωση που η νύφη θα πήγαινε να κατοικήσει στο σπίτι του γαμπρού, τα προικιά μεταφέρονταν με σούστες και άλογα στολισμένα με λευκά μεταξωτά μαντήλια και κορδέλες. Το σπίτι των μελλονύμφων είχε μια ξεχωριστή, γιορτινή όψη, έτσι όπως ταίριαζε για την περίπτωση αυτή. Την τελευταία εβδομάδα πριν από τον γάμο και συγκεκριμένα την Πέμπτη, γινόταν το στρώσιμο του νυφικού κρεβατιού.
Νέες κοπέλες ανύπαντρες και με τους δύο γονείς τους στη ζωή, άρχιζαν να στρώνουν τα σεντόνια και κατόπιν την νυφική κουβέρτα στο κρεβάτι. Συνήθιζαν να είναι λευκά, σύμβολο αγνότητας του ζευγαριού. Μετά έριχναν στο κρεβάτι ένα μικρό αγόρι, για να είναι αγόρι το πρώτο τους παιδί. Στο τέλος οι παρευρισκόμενοι καλεσμένοι έριχναν ροδοπέταλα, ρύζι και νομίσματα, που είχαν και αυτά τη δική τους σημασία.
Η χαρούμενη τελετή τελείωνε με το ανάλογο κέρασμα. Πρώτα προσφέρονταν γλυκά, λικέρ και ακολουθούσαν διάφορα μεζεδάκια και κρασί.
Την ημέρα του γάμου, που συνήθως γινόταν πρωινές ώρες, ο γαμπρός με τη συνοδεία μουσικών οργάνων πήγαινε στο σπίτι της νύφης και μαζί ξεκινούσαν για την εκκλησία, όπου ο ιερέας τους περίμενε για να τελέσει το μυστήριο.
Μετά τις ευλογίες του, οι νεόνυμφοι και οι καλεσμένοι πήγαιναν στο σπίτι του ζευγαριού, όπου ήταν στρωμένο γιορτινό τραπέζι με άφθονα φαγητά και κρασί. Απαραίτητη, όπως είναι φυσικό και η μουσική και ο χορός που κρατούσε πολλές ώρες.
Στο τέλος οι καλεσμένοι αποχωρούσαν, δίνοντας άπειρες ευχές στο ζευγάρι για ευτυχία και πολλούς απογόνους.
Δεν πρέπει να ξεχάσουμε ένα έθιμο που είχε προηγηθεί του γάμου, ότι δηλαδή ο πατέρας της νύφης υπέγραφε ένα «προικοσύμφωνο», στο οποίο ανέφερε με λεπτομέρεια όποια προικιά έδινε στην κόρη του.
Στην επόμενη σελίδα σας παραθέτουμε αντίγραφο ενός τέτοιου προικοσυμφώνου.
ΑΠΟΚΡΙΕΣ
Τις ημέρες της Αποκριάς δινόταν η ευκαιρία να ξεφύγουν οι άνθρωποι από την καθημερινότητα για να ζήσουν διαφορετικά, γλεντώντας. Με τα απλά μέσα που διέθεταν συναναστρέφονταν και έδιναν όλοι μαζί χαρά και κάτι ξεχωριστό στην φτωχή ζωή τους. Πρωτεργάτες πάντα τα παιδιά. Κουβαλούσαν από τους γειτονικούς λόφους ξύλα, αλλά πολλές φορές έκλεβαν από τις τρακάδες των νοικοκυριών κλήματα ή ό,τι εύρισκαν, τα συγκέντρωναν κατά γειτονιά σε μεγάλους σωρούς και όταν βράδιαζε άναβαν τις φωτιές.
Οι νοικοκυρές είχαν ετοιμάσει πίτες, μεζέδες και γενικά ότι μπορούσαν, ενώ οι άντρες φρόντιζαν να υπάρχει άφθονο κρασί, όπου από τα βαρέλια γέμιζαν τα «πενταγάλονα». Γύρω λοιπόν από τις φωτιές στηνόταν το γλέντι, που άρχιζε με το φαγοπότι, με τραγούδια σχετικά με την Αποκριά και κατέληγαν σε ομαδικό χορό. Η ευθυμία περίσσευε και η συναδέλφωση των ανθρώπων ήταν συγκινητική. Πολλοί είχαν προβλέψει να ντύνονται με αυτοσχέδιες αστείες ενδυμασίες που η εικόνα τους πρόσθετε στο ξεφάντωμα της βραδιάς.
Χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, χωρίς ασφάλτους και πλακοστρωμένες πλατείες, χωρίς μουσική, ίσως ένα μαντολίνο ή μπουζούκι από κάποιον ερασιτέχνη ήταν ικανό να δώσει ευτυχία σ’ αυτούς τους αγνούς ανθρώπους που ζητούσαν πολύ λίγα από τη ζωή. Γι’ αυτό άγγιζαν πολύ κοντά στην ευτυχία.
Το «λεμονάκι μυρωδάτο» και το «ένα νερό κυρά Βαγγελιώ» έδιναν και έπαιρναν, ενώ μετά από αρκετά ποτηράκια προχωρούσαν και σε πιο τολμηρά τραγούδια, όπως το «πως το τρίβουν το πιπέρι…» και άλλα ακόμα πιο πονηρά, που προκαλούσαν γέλιο και ευθυμία.