ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ (30 χρόνια χωρίς τον Μάνο)

2832

23 Οκτωβρίου 1925 – 15 Ιουνίου 1994

Η μεγαλύτερη μουσική ιδιοφυΐα της Ελλάδας. Συνθέτης, ποιητής, τραγουδοποιός, μαέστρος, πιανίστας, φιλόσοφος. Έπαιζε επίσης βιολί και ακορντεόν. Είναι ο πρώτος που συνέδεσε μεταπολεμικά, με το θεωρητικό και συνθετικό του έργο, την λόγια μουσική με την λαϊκή μουσική παράδοση.

‘‘Τι θα πει παράδοση; Είναι τα παιδιά, είναι οι πρόγονοι, είναι συνήθεια για υποχρέωση; Είναι κάτι που μας παρέχει ασφάλεια, ταυτότητα και σιγουριά, η εμπόδια, αναστολές και αποθάρρυνση για μια προς τα άστρα εκτόξευσή μας; Πως είμαστε τοποθετημένοι απέναντί της, είναι Κυρία, Παρθένα η Γριά; Και πως φανερώνεται εντός μας; Είναι παράδοση οι συνήθειες των πατέρων μας, οι παλιές φωτογραφίες των συγγενών μας που σκονισμένες χάνονται στα συρτάρια η εκείνο το φως που μας αποκαλύπτει το αποτύπωμα των δακτύλων μας, το περίγραμμα του σώματός μας, η σκιά μας;’’

 

‘’Τρίτη 23 Οκτωβρίου 1925. Στις 10 το βράδυ γεννήθηκα. Οπότε δεν είχα καιρό να ακούσω μουσική. ‘Έπρεπε να γνωρίσω την μητέρα μου και το πατέρα μου. Γεννήθηκα στην Ξάνθη την διατηρητέα και όχι την άλλη τη φρικτή, που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους εσωτερικούς μετανάστες της ενδοχώρας’’

Ήταν γιός του δικηγόρου Γιώργου Χατζιδάκι και της Αλίκης Αραβανιτίδου.

‘‘Είμαι γέννημα δύο ανθρώπων που δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός από τη στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι’ αυτό και περιέχω μέσα μου χιλιάδες αντιθέσεις και όλες τις δυσκολίες του Θεού. Δεν έχω παιδικά χρόνια. Γεννήθηκα κατ’ ευθείαν 21 χρονών. Δεν έχω αναμνήσεις. Μόνο όνειρα. Γιατί βλέπετε παρέμεινα 21 χρονών. Και ένας νέος 21 χρονών ονειρεύεται.’’

‘’Μετά τον χωρισμό των γονιών μου από την Ξάνθη με έφεραν το 1931 στην Αθήνα απ’ όπου έλαβα την Αττική Παιδεία. Δεν σπούδασα σε Ωδείο και συνεπώς γλύτωσα από το να μοιάζω με τα μέλη του Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου’’.

 

Στα δύσκολα χρόνια της κατοχής και της απελευθέρωσης εργάζεται ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι του Πειραιά, παγοπώλης στο εργοστάσιο του Φιξ, υπάλληλος στο φωτογραφείο του Μεγαλοοικονόμου, βοηθός νοσοκόμος στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Συγχρόνως αρχίζει ανώτερα θεωρητικά μαθήματα μουσικής με τον Μενέλαο Παλλάντιο και σπουδές Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών που πότε δεν ολοκλήρωσε. Την εποχή εκείνη γνωρίζεται με καλλιτέχνες και διανοούμενους ( Γκάτσος, Σεφέρης, Ελύτης, Τσαρούχης, Σικελιανός κ.α.) οι οποίοι θα συμβάλλουν ουσιαστικά στη διαμόρφωση των προσανατολισμών και της σκέψης του.

Το 1959 παίρνει το 1ο βραβείο στο Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης ( Κάπου υπάρχει η αγάπη μου – Νάνα Μούσχουρη). Το 1960 παίρνει το 1ο βραβείο με δύο τραγούδια του πάλι με τη Νάνα Μούσχουρη.

Το 1961 παίρνει το 2ο βραβείο πάλι με τη Νάνα Μούσχουρη. Το 1ο απονεμηθεί στον Μ. Θεοδωράκη.

‘‘Πιστεύω πως η τέχνη του τραγουδιού αποτελεί κοινωνικό λειτούργημα, γιατί το τραγούδι μας ενώνει μέσα σ’ ένα μύθο κοινό. Κι όπως στον χορό ενώνουμε τα χέρια μεταξύ μας για να ακολουθήσουμε ίδιες ρυθμικές κινήσεις, έτσι και στο τραγούδι ενώνουμε τις ψυχές μας για να ακολουθήσουμε μαζί τις ίδιες εσωτερικές δονήσεις. Κι όσο για τον κοινό μύθο του, σχηματίζουμε καινούργιο κάθε φορά από την αρχή. Κάθε φορά που νιώθουμε την ανάγκη να τραγουδήσουμε’’.

Στις 31 Ιανουαρίου 1949, σε ηλικία 24 ετών, δίνει την περίφημη διάλεξή του για το Ρεμπέτικο στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. Με τη διάλεξή του επαναπροσδιορίζει την θέση του ρεμπέτικου, το οποίο εξαπλωνόταν στις λαϊκές γειτονιές. Η εξουσία και οι αρχές το κυνηγούσαν. Οι αστοί και οι διανοούμενοι το περιφρονούσαν. Τόλμησε να δώσει μια διάλεξη για την ανάδειξη του ρεμπέτικου, ως θεμέλιου λίθου, της σύγχρονης ελληνικής λαϊκής μουσικής.

Έντυσε μουσικά σπουδαίες ταινίες του ελληνικού και διεθνούς κινηματογράφου. Το 1960 κερδίζει το πρώτο βραβείο «ΟΣΚΑΡ» για το τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά» στην ταινία του Ζιλ Ντασέν «Ποτέ την Κυριακή».

Τον Ιούνιο του 1962 ανεβάζει την ιστορική μουσικοθεατρική παράσταση «Οδός Ονείρων». Συνεργάστηκε για την παράσταση με τους Αλέξη Σολωμό, Μίνωα Αργυράκη, Μανώλη Καστρινό με πρωταγωνιστές τους Δημήτρη Χόρν, Μάρω Κοντού, Ρένα Βλαχοπούλου, Ζωή Φυτούση, Γιώργο Κωνσταντίνου.

Το 1966 πηγαίνει στις ΗΠΑ όπου ανεβάζει στο Μπρoντγουέϊ, με τον Ζιλ Ντασέν και την Μελίνα Μερκούρη, την θεατρική διασκευή του «Ποτέ την Κυριακή». Στην Αμερική θα παραμείνει μέχρι το 1972, όπου και επιστρέφει στην Ελλάδα και ιδρύει το μουσικό καφεθέατρο «Πολύτροπο», που επιχειρεί να ανοίξει εκφραστικές διόδους στο τέλμα της εποχής.

Το 1975 αρχίζει η χρυσή εποχή του Τρίτου Προγράμματος της Κρατικής Ραδιοφωνίας, και ο Χατζιδάκις  γίνεται διευθυντής έως το 1981 και το Τρίτο Πρόγραμμα, σε συνεργασία με μια ομάδα νέων και ταλαντούχων δημιουργών, γίνεται σημείο αναφοράς.

Το 1985 ιδρύει την δισκογραφική εταιρεία «Σείριος», σε μια εποχή που οι μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες κυκλοφορούσαν δίσκους καλλιτεχνών της πίστας, ενώ αξιόλογες δουλειές έπρεπε να περάσουν από χίλιες δοκιμασίες, για να βρουν το δρόμο προς τα δισκοπωλεία.

Εκτός από μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο, ήταν παρόν και στη δισκογραφία με δεκάδες δίσκους, που θεωρούνται κλασικοί, όπως: Παραμύθι χωρίς όνομα, Πασχαλιές μέσα στη νεκρή γη, Μυθολογία, Τα λειτουργικά, Αθανασία, Τα παράλογα, Ο μεγάλος ερωτικός κ.α.

Ο Μάνος Χατζιδάκις δεν ήταν μόνο μια μουσική ιδιοφυΐα με ένα τεράστιο έργο στη μουσική, αλλά ήταν και ένα βαθιά σκεπτόμενο και πολύ φιλοσοφημένο άτομο.

Στις 15 Ιουνίου 1994 αυτός ο μάγος της μουσικής, της ανύψωσης του πνεύματός μας και της γαλήνης της ψυχής μας, ταξίδεψε στον Σείριο.

Πηγές: Wikipedia – Ο καθρέπτης και το μαχαίρι

Κατερίνα Παναγιώτου

Καμία δημοσίευση για προβολή