Η Ελλάδα μετά από δέκα συνεχή χρόνια επαναστατικών αγώνων, Φεβρουάριος 1821 – Φεβρουάριος 1830, αλλά και διπλωματικών κινήσεων, πέτυχε να απελευθερωθεί από τον οθωμανικό ζυγό και να αναγνωριστεί ως ανεξάρτητο κράτος με συγκεκριμένα σύνορα.
Το νέο κράτος περιλαμβάνει τις εξής γεωγραφικές ενότητες: α) Στερεά Ελλάδα ή Ρούμελη συμπεριλαμβανομένης της Εύβοιας χωρίζεται δε από τη Θεσσαλία και Ήπειρο με τη συνοριακή γραμμή που ξεκινά από την Άρτα και καταλήγει στον Παγασητικό κόλπο β) Πελοπόννησος γ) Νησιά του Αργοσαρωνικού κόλπου, Κυκλάδες και Βόρειες Σποράδες.
Η κάθε περιφέρεια, ανάλογα με τη γεωγραφική θέση της, την κοινωνική της σύνθεση, τον πληθυσμό της και την εδαφική διαμόρφωσή της καθόρισε τη συμμετοχή της στον Αγώνα. Έτσι όταν απέτυχε η Επανάσταση στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, ο κυρίως αγώνας αρχικά μετατοπίστηκε στην Πελοπόννησο και εν συνεχεία στις άλλες περιφέρειες.
Στερεά Ελλάδα (Ρούμελη): Η περιφέρεια της Στερεάς Ελλάδας είναι κατά βάση ορεινή με ψηλά και άγρια βουνά, προεκτάσεις της Πίνδου, που την διαιρούν σε Ανατολική και Δυτική Στερεά Ελλάδα.
Αυτή η διαμόρφωση του εδάφους ευνοούσε ώστε να γίνει καταφύγιο των Κλεφτών και κέντρο του κλεφτοπολέμου. Επίσης έχει ως συνέπεια, ότι μέσα από τις μάχες και τα κατορθώματα των Κλεφτών απέναντι στους Τούρκους οι Κλέφτες να αποκτήσουν πολεμική εμπειρία η οποία συνέβαλε αποφασιστικά στη νικηφόρα εξέλιξη της Επανάστασης.
Εξ αιτίας του ότι η Ρούμελη αποτελείται από ορεινούς και δυσπρόσιτους όγκους στους οποίους δεν κατοικούν Τούρκοι, αυτοί κατοικούσαν στις πόλεις, οι Οθωμανοί επέλεξαν να ορίσουν ως τοποτηρητές τους κάποιους από τους γηγενείς που κατοικούσαν εκεί, τους οποίους επέλεγαν με κριτήρια όπως το κύρος που είχαν στην περιοχή, αν ήταν ρωμαλέοι και να έχουν ένοπλο τμήμα από παλληκάρια που τους περιέβαλαν. Αυτοί οι τοποτηρητές ήταν οι Αρματολοί ενώ η περιφέρεια που ήταν υπεύθυνοι η οποία περιελάμβανε πολλά χωριά ήταν το αρματολίκι τους.
Παράλληλα στις περιοχές των Αρματολών δρούσαν οι ένοπλοι Κλέφτες, οι οποίοι με ορμητήριο τα βουνά επέδραμαν σε ημιορεινές περιοχές σε χωριά και κωμοπόλεις, περιοχές τις οποίες οι Οθωμανοί ήθελαν να μην εκτίθενται σε επιδρομές, ώστε να είναι παραγωγικές για να καρπώνονται τα εισοδήματά τους. Ανέθεταν λοιπόν στους Αρματολούς να συλλαμβάνουν τους Κλέφτες.
Αυτό όμως είχε ως αποτέλεσμα να υπάρξει ένας φαύλος κύκλος, αφού πολλές φορές οι Τούρκοι για να απαλλαγούν από έναν Κλέφτη τον έκαναν Αρματολό, ενώ ο προηγούμενος Αρματολός γινόταν Κλέφτης. Ουσιαστικά δηλαδή όταν ένας Κλέφτης επιλέγεται για να γίνει Αρματολός, αποδέχεται την οθωμανική εξουσία την οποία μέχρι τότε πολεμούσε. Εξου και ο εκτός λογικής όρος Κλεφταρματολός , που είναι ένα άλλο σύμπτωμα της παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Αρχικά λοιπόν, οι Αρματολοί και τα παλληκάρια τους ήσαν υπάλληλοι των Οθωμανών. Είχαν διάφορα εισοδήματα από τα Στενά ή Δερβένια τα οποία φύλαγαν, καθώς μπορούσαν να παίρνουν ένα αντίτιμο για τις υπηρεσίες αυτές από τους διερχομένους και ταυτόχρονα το οθωμανικό κράτος τους απήλλασσε από την φορολογία.
Όμως περίπου τον 17ο αιώνα και αφού το σώμα των Αρματολών έχει διαγράψει σχεδόν διακόσια χρόνια δράσης, με τις αρματολικές οικογένειες να έχουν εγκαθιδρύσει ισχυρή εξουσία στην περιοχή του αρματολικιού τους, οι Αρματολοί αρχίζουν να αμφισβητούν τις εντολές των Τούρκων, πολλοί από αυτούς αναπτύσσουν δράση παρόμοια με αυτή των Κλεφτών και αρκετοί γίνονται μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία για να αντιμετωπίσει αυτή την κατάσταση προσπαθεί να τους αντικαταστήσει με άλλους Αρματολούς, πράγμα που όχι μόνο δεν πέτυχε, αλλά σαν αποτέλεσμα είχε να αυξηθούν οι πολεμικές συγκρούσεις στα βουνά και να δημιουργηθεί ένα μέτωπο Αρματολών και Κλεφτών που τώρα συνεργάζονται.
Σπουδαίοι Αρματολοί με συμβολή στη νικηφόρα Ελληνική Επανάσταση ήσαν ο Αθανάσιος Διάκος από τη Λειβαδιά, ο Πανουργιάς από την Άμφισσα, οι Κοντογιανναίοι από την Υπάτη, Ο Δυοβουνιώτης από τη Λαμία. Στην περιοχή του Καρπενησίου οι Γιολδάσηδες, ενώ στο Μεσολόγγι – Αμφιλοχία ο Γεώργιος Βαρνακιώτης και στον Ασπροπόταμο οι Μπουκουβαλαίοι.
Άλλη κατηγορία Αρματολών είναι οι λεγόμενοι Αληπασαλίδες, είναι αυτοί που μαθήτευσαν στην αυλή του Αλή Πασά, όπως οι Γεώργιος Καραϊσκάκης, Οδυσσέας Ανδρούτσος, Ανδρέας Ίσκος, Ιωάννης Ράγκος, επίσης στην αυλή του Αλή Πασά αναγκάστηκαν να δουλέψουν οι Μποτσαραίοι και οι Τζαβελαίοι που ήταν οι μεγάλες φάρες των Σουλιωτών.
Ένα φαινόμενο στο οποίο πρωτοστάτησαν οι Αρματολοί, που επίσης έπαιξε σημαντικό ρόλο στις πολιτικές και στις στρατιωτικές εξελίξεις στη Στερεά Ελλάδα και των πολεμικών συγκρούσεων του 1821, 1822, 1823, 1824, 1825-26 ήταν τα λεγόμενα Καπάκια. Τι ήταν όμως τα Καπάκια που έκαναν πολλοί αρματολοί, ιδίως Δυτικής Στερεάς Ελλάδας; Όταν υπήρχαν στρατιωτικές αποτυχίες και φοβόντουσαν ότι θα επικρατήσουν οι Οθωμανοί , πήγαιναν στον κοντινότερο Οθωμανό διοικητή και του δήλωναν υποταγή. Αυτό το προσκύνημα που έκαναν προκειμένου να πάρουν ξανά τον τίτλο του Αρματολού λεγόταν Καπάκι. Όταν επέστρεφαν στο ελληνικό στρατόπεδο, έλεγαν ότι έκαναν Ψευδοκάπακο, δηλαδή έκαναν το Καπάκι ψεύτικα για να προστατεύσουν τους πληθυσμούς από τους Τούρκους.
Έτσι στη Στερεά Ελλάδα κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 η κατάσταση είναι εξαιρετικά περίπλοκη, οι εξελίξεις είναι άλλοτε θετικές και άλλοτε αρνητικές, σ’ ένα απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων που ήταν ταυτόχρονα αγώνας για αποφυγή του Εθνικού αφανισμού.
Πελοπόννησος: Η γεωγραφική ενότητα της Πελοποννήσου λόγω της θέσης της, ήταν λιγότερο εκτεθειμένη στις εχθρικές επιθέσεις απ’ ότι η Ρούμελη και τα νησιά. Επίσης επειδή είναι κατά βάση πεδινή με εύφορα χώματα, άρα παραγωγή πλούτου, εξελίχθηκαν ή είχαν καταγωγή από το Βυζάντιο ισχυρές οικογένειες, οι οποίες πολλές φορές συμμαχούσαν μεταξύ τους μέσω κυρίως συγγενικών δεσμών όπως ήσαν οι γάμοι. Κάθε μία από αυτές τις οικογένειες (σόγια)είχε τον αρχηγό της του οποίου αποτελούσε προσωπική προέκταση.
Ας δούμε μερικές από τις πιο σημαντικές αυτές οικογένειες: Στην Κόρινθο ήταν οι Νοταράδες παλιά βυζαντινή οικογένεια υπήρχε στην περιοχή από το 1200,μέλη της οποίας υπήρξαν ιερωμένοι, πολιτικοί, ενώ και ο Άγιος Γεράσιμος υπήρξε μέλος αυτής της οικογένειας. Στην Αχαΐα υπήρχαν δύο ισχυρές οικογένειες, η μία είναι του Ανδρέα Λόντου, στην περιοχή του Αιγίου και η άλλη του Ανδρέα Ζαΐμη στα Καλάβρυτα που διατέλεσε Πρωθυπουργός του νεοσύστατου Κράτους. Υπήρχαν βέβαια και άλλες μεγάλες οικογένειες στην περιοχή όπως του Φωτήλα, Πετμεζά, Παπαδιαμαντόπουλου κ.λ.π. Στην Αρκαδία είναι οι Δεληγιανναίοι που κυριαρχούν στην Κεντρική Πελοπόννησο. Στην Ηλεία είναι η οικογένεια Σισίνη. Στη Μεσσηνία υπάρχει η σπουδαία οικογένεια Μπενάκη η οποία συγγενεύει με την ισχυρότερη οικογένεια της Μάνης των Μαυρομιχάληδων.
Όσο για τη Μάνη αυτή είναι ιδιαίτερο τμήμα της Πελοποννήσου, που μόνο γεωγραφικά ανήκει σ’ αυτήν, ενώ διοικητικά ανήκε στην κεντρική διοίκηση της Πύλης και όχι στον Πασά της Πελοποννήσου. Η κοινωνία της Μάνης είναι εντελώς διαφορετική από αυτή της υπόλοιπης Πελοποννήσου. Είναι χωρισμένη σε φάρες και σόγια, υπάρχει το έθιμο της βεντέτας, όπου η μία φάρα πολεμά την άλλη, τα σπίτια της είναι κάστρα, ενώ συχνά έκαναν ληστρικές επιδρομές. Εδώ οι μεγαλύτερες και ισχυρότερες οικογένειες ήταν των Μαυρομιχαλαίων, των Τζανετάκηδων των Γρηγοράκηδων και των Γιατράκηδων, υπήρχε δε μίσος μεταξύ των οικογενειών Μαυρομιχαλαίων και των Γιατράκηδων.
Οι Οθωμανοί διοικούν την Πελοπόννησο με κεντρική διοίκηση επικεφαλής της οποίας είναι ένας Πασάς με έδρα την Τρίπολη. Ο Πασάς εισπράττει τους φόρους, φροντίζει για την ασφάλεια των Οθωμανών και μεριμνά για την ομαλή λειτουργία του εμπορίου είτε στη στεριά είτε στη θάλασσα.
Στην τοπική αυτοδιοίκηση ο Πασάς έχει δώσει τη δυνατότητα να επιλύονται τα προβλήματά ανάλογα με το θρήσκευμα, με την σκέπη της δικιάς τους εκκλησίας και έτσι δημιουργήθηκε αυτή η πλευρά της τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία έμοιαζε να είναι ανεξάρτητη από εκείνη της οθωμανικής, επέλυε προβλήματα και συγκέντρωνε τον φόρο για να τον δώσει στους Οθωμανούς.
Η <<περίοδος κανονικότητας>> για την Πελοπόννησο σταματά το 1770, όπου συνέβησαν τα Ορλωφικά, δηλαδή η επαναστατική σύγκρουση που υποκινήθηκε από τη Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας, η οποία επιθυμούσε να δημιουργηθεί δεύτερο μέτωπο στο νότο της Βαλκανικής, ενόσω η ίδια συγκρούονταν με τους Τούρκους στη Μαύρη Θάλασσα στις περιοχές της Βλαχίας και της Μολδαβίας. Όμως η εξέγερση αυτή εναντίον των Οθωμανών μετά την αποχώρηση των Ρώσων πνίγηκε στο αίμα με μεγάλο τμήμα του ελληνικού πληθυσμού να εξοντωθεί και ολόκληρα χωριά να αφανιστούν.
Αυτοί όμως που αντιμετώπισαν μετά τα Ορλωφικά αρχές του 19ου αιώνα κίνδυνο ολοκληρωτικής εξόντωσης ήταν οι οικογένειες των κλεφτών όπως των Κολοκοτρωναίων του Ζαχαριά κ.λ.π. Οι Κλέφτες χτυπούσαν τόσο τους προύχοντες και τους κοτζαμπάσηδες όσο και τους Τούρκους, με αποτέλεσμα μετά από αίτημα των Χριστιανών προυχόντων, των ιερωμένων και του Πασά προς τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ο Πατριάρχης να στείλει επιστολή με την οποία ζητούσε τη συνδρομή κάθε Χριστιανού για καταδίωξη των κλεφτών ενώ απειλούσε με αφορισμό όποιον δεν συμμετείχε σ’ αυτόν τον διωγμό.
Ο Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του αναφέρει «… εμάθαμεν ότι ήλθεν το συνοδικό και το φερμάνι, εμάζωξα όλους έως 150 και τους είπα να αναχωρήσωμεν, να πάμε εις την Ζάκυνθον. Αυτοί με αποκρίθηκαν με ένα στόμα ‘’ημείς δεν πηγαίνομεν εις την Φραγκιά και θέλομεν να αποθάνωμεν επάνω εις την πατρίδα μας’’. Ο αδελφός μου ο Γιάννης με είπε: ‘’θέλω να με φάγουν τα όρνια του τόπου μας’’ …και παρακάτω «την νύχτα επήγαμεν εις το Ανεμοδούρι διά ψωμί, εβρήκαμεν μόνο τις γυναίκες και οι άντρες ήταν στα διάσελα και φύλαγαν με τους Τούρκους για μας. Τα σκυλιά όπου αλύχταγαν έδωσαν υποψίαν. Ήρθαν οι Τούρκοι και μας πολιόρκησαν. Τότε επήρα τις φαμίλιες μαζί έως ότου ήβρα τον δρόμον, τις αφήκαμε και πήγαμε στη δημοσιά της Τριπολιτσάς και πήγαμε στο Βαλτέτσι επάνω για να λημεριάσουμε. Οι γυναίκες του χωριού μας γνώρισαν και ευθύς έδωκαν παντού την είδηση: ‘’Εδώθε πάγει ο Κολοκοτρώνης’’. Χτυπούσαν τα σήμαντρα και μας πήγαν κυνηγώντας».
Έτσι ξεκληρίστηκε η κλεφτουριά της Πελοποννήσου. Ο Κολοκοτρώνης διασώθηκε επειδή με λίγους από τους συντρόφους του έφθασαν στην Κυλλήνη και με ένα καΐκι πέρασε στη Ζάκυνθο από όπου επέστρεψε το 1821 για την Επανάσταση.
Μετά από αυτά τα γεγονότα στην Πελοπόννησο, εξασθενίζει η θέση των Κάπων αφού πλέον δεν υπάρχουν Κλέφτες, και ενισχύεται η θέση των Κοτζαμπάσηδων. Την ίδια εποχή περίπου παρόμοια γεγονότα με αυτά που συνέβησαν στην Πελοπόννησο έχουμε στην Ήπειρο, Θεσσαλία, Δυτική Μακεδονία και Στερεά Ελλάδα, όπου ο Αλή Πασάς εξόντωσε τους κλέφτες αυτών των περιοχών.
Στην Πελοπόννησο όταν ξεσπά η Επανάσταση του 1821, δεν υπάρχουν πλέον τα ένοπλα σώματα των κλεφτών και αυτό αναγκάζει τους προύχοντες που πήραν μέρος στον Αγώνα, να δημιουργήσουν ένοπλα τμήματα από αγρότες τους οποίους εξόπλισαν και έτσι ο κάθε προύχοντας είχε το δικό του ένοπλο σώμα. Έτσι όταν άρχισε η Επανάσταση δεν υπάρχουν εμπειροπόλεμα σώματα όπως στη Στερεά Ελλάδα που υπήρχαν οι Αρματολοί. Η Πελοπόννησος είχε μόνο Κάπους όπως οι Πλαπουταίοι, οι Κολοκοτρωναίοι που στο παρελθόν άλλοτε ήταν Κάποι και άλλοτε Κλέφτες. Γι’ αυτό και στην αρχή ο πόλεμος στην Πελοπόννησο είχε προβλήματα στην οποία μόνο οι Μανιάτες ήταν εμπειροπόλεμοι.
Τα Νησιά και η συμμετοχή τους στην Επανάσταση: Τα νησιά του Αιγαίου, όπως και αυτά του Αργοσαρωνικού, συμμετείχαν στην Επανάσταση, αλλά με κάποιες ιδιαιτερότητες που τα διαφοροποιούν. Τα νησιά είναι σχεδόν κατοικημένα από ελληνικούς πληθυσμούς, εκτός από τη Ρόδο, την Κω και τη Χίο όπου διαβιούν και Οθωμανοί.
Στα νησιά του Κεντρικού Αιγαίου όπως Σύρος, Τήνος και Νάξος υπάρχουν πολλοί Έλληνες καθολικοί, οι οποίοι ήσαν διστακτικοί ή δεν συμμετείχαν στον εθνικό αγώνα. Αυτό συνέβη επειδή οι καθολικές δυνάμεις της Ευρώπης ήταν από επιφυλακτικές έως αρνητικές απέναντι στην Ελληνική Επανάσταση. Υπήρχαν όμως άλλα νησιά όπως η Σάμος, η Χίος, τα Ψαρά τα οποία όχι μόνο συμμετείχαν και αντιστάθηκαν στους Οθωμανούς, αλλά πλήρωσαν βαρύ φόρο αίματος, ειδικά η Χίος και τα Ψαρά.
Σταδιακά τα νησιά του Αιγαίου κήρυξαν την Επανάσταση από το πρώτο δεκαήμερο του Απριλίου και μετά. Τα νησιά όμως που ξεχωρίζουν είναι αυτά του Αργοσαρωνικού Ύδρα, Σπέτσες, Πόρος και τα Ψαρά στο Κεντρικό Αιγαίο, που χωρίς τη δική τους ναυτική και οικονομική συμβολή στον εθνικό αγώνα, η Επανάσταση δεν θα είχε πετύχει. Τα άγονα και βραχώδη αυτά νησιά χρησίμευαν από παλιά ως καταφύγιο σε όσους προσπάθησαν να ξεφύγουν από τον τουρκικό ζυγό και ως ορμητήρια πειρατών. Με τα ιδιόκτητα εμπορικά πλοία τους εξοπλισμένα με δικά τους κεφάλαια αποτέλεσαν τον κύριο όγκο του ναυτικού της Επανάστασης. Καπεταναίοι όπως ο Κανάρης, ο Μιαούλης, ο Πιπίνος, ο Τσαμαδός, ο Τομπάζης, ο Σαχτούρης, ο Παπανικολής κ.λ.π. έγιναν ήρωες ύστερα από εντυπωσιακές νίκες στις ναυμαχίες εναντίον του κατά πολύ μεγαλύτερου τουρκικού στόλου.
Ο στόλος των τριών νησιών, Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά, που είχαν τη σπουδαιότερη συμβολή στον Αγώνα για Εθνική Ανεξαρτησία, αριθμούσε μερικές εκατοντάδες ελαφρά οπλισμένα, μικρά εμπορικά πλοία, τα οποία όμως επιδίδονταν αποτελεσματικά και στην πειρατεία. Ειδικά η Ύδρα και οι Σπέτσες επωφελήθηκαν όσο κανένα άλλο νησί από την εμπορική ναυτιλία και απέκτησαν πλούτη τα οποία στο μεγαλύτερο μέρος τους διατέθηκε για τις ανάγκες της Επανάστασης.
Τα νησιά αυτά διοικούνται από τις οικογένειες των καραβοκύρηδων οι οποίες πολλές φορές αντιμάχονταν μεταξύ τους και έτσι οι τοπικές ηγετικές οικογένειες φάνηκαν στην αρχή διστακτικές στο να συμμετάσχουν στην Επανάσταση. Στη Ύδρα π.χ. που ήταν το ισχυρότερο ναυτικό κέντρο με το μεγαλύτερο στόλο και χιλιάδες ναυτικούς, όπου κυριαρχούσε η οικογένεια Κουντουριώτη, η Επανάσταση κηρύχθηκε χάρις την επιμονή ενός μικρότερης εμβέλειας τοπικού παράγοντα του Φιλικού Αντώνη Οικονόμου, ο οποίος αρχικά ηγήθηκε της Επανάστασης ύστερα όμως εξουδετερώθηκε. Οι Σπετσιώτες και οι Ψαριανοί πρώτοι ύψωσαν τη σημαία της Επανάστασης στις 10 Απριλίου και ακολούθησαν οι Υδραίοι στις 14 Απριλίου.
Μεγάλες ναυμαχίες οι οποίες ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, είχαν την αποτροπή ενίσχυσης των πολιορκημένων Οθωμανών στα φρούρια του Μοριά, ήταν αυτή του Αργολικού κόλπου, των Πατρών, του Γέροντα, ενώ ένα μεγάλο κεφάλαιο στην ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, γράφτηκε από τα πυρπολικά, ή «ηφαίστεια», όπως αποκαλούνται αυτά σε κείμενα της εποχής. Κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα έγιναν πενήντα εννέα τέτοιες επιθέσεις με πυρπολικά, από τις οποίες οι τριάντα εννέα ήταν επιτυχείς. Η πιο ονομαστή πυρπόληση ήταν εκείνης της Τουρκικής ναυαρχίδας στη Χίο στα στενά του Τσεσμέ κατά την οποία σκοτώθηκαν περίπου δύο χιλιάδες ναύτες και ο ναύαρχος του τουρκικού στόλου Καρά Αλής, με επικεφαλείς τους Κωνσταντίνο Κανάρη και Ανδρέα Πιπίνο.
Εκτός όμως από τα συμβαίνοντα στον Ελλαδικό χώρο, ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που συνέβαλε στις εξελίξεις για την ανεξαρτησία και τη δημιουργία της ελεύθερης Ελλάδας, είναι η μεγάλη συρροή Ελλήνων που δεν είχαν γεννηθεί στη επαναστατημένη Ελλάδα και ζούσαν σε τρεις μεγάλες περιοχές που ήταν τα Βαλκάνια και η Μικρά Ασία, περιοχές που βρισκόντουσαν υπό Οθωμανική κυριαρχία, τα Επτάνησα που ήταν Αγγλικό προτεκτοράτο και τις ελληνικές κοινότητες σε όλη τη Δυτική Ευρώπη. Αυτοί ήσαν οι Ετερόχθονες σε αντιδιαστολή με τους κατοίκους της επαναστατημένης Ελλάδας τους Αυτόχθονες. Η αθρόα έλευση των ετεροχθόνων Ελλήνων πραγματοποιήθηκε στη διάρκεια της Επανάστασης, σε τρεις χρονικές περιόδους, όπου συνέρρευσαν κατά κύματα, κάτω από διαφορετικές συνθήκες.
Το πρώτο κύμα ετεροχθόνων συνέρρευσε στο ξεκίνημα της Επανάστασης, αποτελείτο από πατριώτες εθελοντές που ήλθαν από τόπους όπου η οθωμανική διοίκηση ήταν τόσο ισχυρή ώστε να είναι ανέφικτο να αναπτυχθεί επαναστατικό κίνημα, που θα αμφισβητούσε την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτοί ήσαν κυρίως Φαναριώτες, ήσαν Χριστιανοί Ορθόδοξοι, γνώστες πολλών γλωσσών, με σπουδές σε Ιταλία, Γαλλία με ρίζες από το Βυζάντιο και κατά καιρούς είχαν χρησιμοποιηθεί από την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε σημαντικές θέσεις, όπως και για τη διοίκηση των παραδουνάβιων περιοχών.
Οι πιο σημαντικοί από αυτούς ήταν οι Αλέξανδρος Υψηλάντης και ο αδελφός του Δημήτριος, Θεόδωρος Νέγρης, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Ιωάννης Καρατζάς. Επίσης σημαντική προσωπικότητα από τους ετερόχθονες ήταν και ο Ιωάννης Κωλέττης με καταγωγή από τα Τζουμέρκα, σπούδασε ιατρική στην Ιταλία και υπήρξε ιατρός του Αλή Πασά.
Τέλος σε αυτό το πρώτο κύμα ετεροχθόνων συμπεριλαμβάνονται πολλοί Έλληνες που ζούσαν στις ελληνικές κοινότητες της Δυτικής Ευρώπης όπου εκεί δεν υπήρχε Τούρκος δυνάστης εναντίον του οποίου να πολεμήσουν.
Τα δεύτερο κύμα, το αποτέλεσαν πρόσφυγες από περιοχές που οι Τούρκοι είχαν καταπνίξει την Επανάσταση. Είναι Χιώτες, Ψαριανοί ή οικογένειες από τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Επίσης αγωνιστές που δεν μπόρεσαν να επιτύχουν στις εξεγέρσεις στον τόπο καταγωγής τους εναντίον των Τούρκων. Αυτοί είναι Σουλιώτες από την Ήπειρο που εκδιώχθηκαν το 1822, οι Κρητικοί μετά την κατάπνιξη της Επανάστασης το 1824, οι Θεσσαλοί και οι Μακεδόνες.
Το τρίτο κύμα, αποτελείτο κυρίως από Επτανήσιους, έφθασε την εποχή του Καποδίστρια το 1828, ο οποίος τους προσκάλεσε να έλθουν στην Ελλάδα. Τα Επτάνησα δεν έζησαν ποτέ υπό τουρκική κατοχή, ήταν κυρίως υπό τους Βενετούς , άρα ήταν περισσότερο εξευρωπαϊσμένοι από τους αυτόχθονες και γι’ αυτό ο Κυβερνήτης τους θεωρούσε καταλληλότερους για τη στελέχωση των διάφορων υπηρεσιών που απαιτούσε η συγκρότηση του Ελληνικού κράτους.
Οι ετερόχθονες άσκησαν επιρροή στην κυρίως Ελλάδα, έγιναν σημαντικοί στις πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να υπάρξουν διαμάχες με τους αυτόχθονες, οι οποίοι αρχικά προσπάθησαν να επιβάλλουν νομικούς περιορισμούς στους νεοφερμένους. Όσο όμως συνεχιζόταν η Επανάσταση αυξανόταν η αίσθηση ότι όλοι ανήκουν στο ίδιο Έθνος, ότι συμμετέχουν σε μία κοινή υπόθεση που ήταν η Μεγάλη Ιδέα με την οποία προσέβλεπαν στην απελευθέρωση όλων των Ελλήνων και την ενσωμάτωσή τους σε ένα Έθνος – Κράτος με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη.
Η Ελληνική Επανάσταση λοιπόν, συνιστά ένα γεγονός ιδιαίτερα σύνθετο που κινητοποίησε όλο σχεδόν τον ελληνισμό είτε αυτόν της διασποράς, είτε τους Έλληνες που διέμεναν στον ελλαδικό χώρο, τους Ρωμιούς που ανέλαβαν το κυρίως έργο του πολέμου άσχετα εάν ήσαν αγρότες, έμποροι, ιερωμένοι, άνθρωποι της διανόησης, νέοι ή ηλικιωμένοι, προύχοντες ή χωρικοί.
Το μήνυμα του Αγώνα περιγράφεται αδρά στην πρώτη παράγραφο της Διακήρυξης της Α’ Εθνικής Συνέλευσης με την οποία οι επαναστατημένοι Έλληνες γνωστοποιούσαν στην Ευρώπη την πρόθεσή τους για απελευθέρωση του έθνους των Ελλήνων την οποία και παραθέτω.
«Ἀπόγονοι τοῦ σοφοῦ καὶ φιλανθρώπου ἔθνους τῶν Ἑλλήνων, σύγχρονοι τῶν νῦν πεφωτισμένων καὶ εὐνομουμένων λαῶν τῆς Εὐρώπης καὶ θεαταὶ τῶν καλῶν, τὰ ὁποία οὗτοι ὑπὸ τὴν ἀδιάρρηκτον τῶν νόμων αἰγίδα ἀπολαμβάνουσιν, ἦτον ἀδύνατον πλέον νὰ ὑποφέρωμεν μέχρις ἀναλγησίας καὶ εὐηθείας τὴν σκληρὰν τοῦ ὀθωμανικοῦ κράτους μάστιγα, ἥτις ἤδη τέσσαρας περίπου αἰῶνας ἐπάταξε τὰς κεφαλὰς ἡμῶν καί, ἀντὶ τοῦ λόγου, τὴν θέλησιν ὡς νόμον γνωρίζουσα, διῴκει καὶ διέταττε τὰ πάντα δεσποτικῶς καὶ αὐτογνωμόνως. Mετὰ μακρὰν δουλείαν ἠναγκάσθημεν, τέλος πάντων, νὰ λάβωμεν τὰ ὅπλα εἱς χεῖρας καὶ νὰ ἐκδικήσωμεν ἑαυτοὺς καὶ τὴν πατρίδα ἡμῶν ἀπὸ μίαν τοιαύτην φρικτὴν καὶ ὡς πρὸς τὴν ἀρχὴν αὐτῆς ἄδικον τυραννίαν, ἥτις οὐδεμίαν ἄλλην εἶχεν ὁμοίαν, ἢ κἂν δυναμένην ὁπωσοῦν μετ’ αὐτῆς νὰ παραβληθῇ δυναστεία.»
Σήμερα, διακόσια χρόνια μετά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης ας είναι ημέρα μνήμης και τιμής σε όσους συνέβαλαν ώστε να υπάρχει ελεύθερη Ελλάδα.
Δημήτρης Λαμπρόπουλος
Βιβλιογραφία
Διονύσιος Κόκκινος: Η Ελληνική Επανάσταση
Μαρία Ευθυμίου: Η Επανάσταση του 1821 ένα δύσκολο εγχείρημα μιας περίπλοκης κοινωνίας
J.A Petropoulos: Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο
Θεόδωρου Κολοκοτρώνη: Διηγήσεις συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από το 1770 έως το 1836
Κων/νος Παπαρηγόπουλος: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους