Είναι γνωστή η σχέση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη με το Χαρβάτι (σημερινή Παλλήνη).
Στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου όπου εκείνος έψελνε, βρίσκεται σήμερα η προτομή του για να θυμίζει την σχέση του με αυτόν τον ιερό χώρο.
Εμπνευσμένος από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη ο Μιχαήλ Περάνθης στο μυθιστόρημά του Ο ΚΟΣΜΟΚΑΛΟΓΕΡΟΣ γράφει αναφερόμενος στον « Αλέξανδρο » και το Χαρβάτι για την παντοτινή νοσταλγία που είχε ο Παπαδιαμάντης για το νησί του την Σκιάθο.
«…Οι χωριάτες καταφθάνουν ολοένα με τις φαμίλιες τους απ’ όλα τα γύρω καλύβια. Φορούν ψηλές βλαχόκαλτσες, κοντά βρακιά και καθαρά πουκάμισα. Οι γεροντότεροι έχουν μεγάλα στριμένα μουστάκια και πλατιά θαλασσιά ζωνάρια στη μέση τους. Οι γυναίκες φορούν άσπρα κολόδια και ποδιές κεντημένες. Τα παιδιά ξεφορτώνουν δάφνες και δεντρολίβανα και οι χωριατοπούλες κουβαλούν αγκαλιές τα χιόνια και τα τριαντάφυλλα για τον επιτάφιο.
Μια βλαχοπούλα σκουπίζει το προαύλιο μ’ ένα πρόχειρο σάρωμα από σχοίνα και ρίγανη. Είναι σα μια εικόνα φερμένη από τους παιδικούς λόφους της Σκιάθου. Σα να βρίσκεται κιόλας σε κάποιο μισογκρεμισμένο ναΐσκο του νησιού, όπου σιγά σιγά, με πρόσφορα, με λαμπάδες, με λάδι, αρχίζουν να καταφθάνουν οι αγροδίαιτοι της περιοχής. Οι βοσκοί της Μυγδαλιάς, οι χωρικοί του Κουρούπη, οι περβολάρηδες του Μποστανιού, οι γείτονες της Κεχριάς. Ο μπαρμπ’ Αναγνώστης, που ξέρει απέξω όλα τα γράμματα της Λαμπρής, ο Γιάννης ο Λαδίκας, που θα παρασταίνει τον επίτροπο και θα σβήνει τα κε¬ριά με το τσαρούχι του, ο γερο-Λιας, που βγαίνει με το δί¬σκο: για να φκιαστούν οι εκκλησιές, χριστιανοί…
Αυτή η ψευδαίσθηση τον ακολουθεί κι όταν μπαίνουν το βράδυ στην εκκλησία. Είναι κατάφωτη και γεμάτη. Οι εικόνες στίλβουν και στις χάντρες του κεντρικού πολυέλαιου το φως διαθλάται και ιριδίζει. Η κάτασπρη γενειάδα του παπα- Κωνσταντή σείεται κάθε φορά που ανοίγει τα χείλια του, κάθε φορά που κουνάει το κεφάλι του. Η ατμόσφαιρα τρεμίζει από τη νοσταλγική ψαλμωδία του Αλέξαντρου. Η φαντασία του γίνεται ένα με τους λιβανωτούς και αιωρείται. Ας βρίσκεται στο Χαρβάτι, αυτός ψέλνει στον ενοριακό ναό του νησιού του. Ακούει την αγαπημένη φωνή του πατέρα του, ακούει τα εγκώμια και τα πάθη από τα χείλη της μαθητικής παρέας των εξαδέλφων του. Κι όταν σηκώνουν τον επιτάφιο για την περιφορά, περπατάει στα σοκάκια της πολίχνης. Ακούει να τρίζουν παραθυρόφυλλα, Βλέπει τις γυναίκες, όσες έμειναν σπίτια τους, να δυναμώνουν το μοσκολίβανο στο πήλινο θυμιατό τους, εκεί στο γίσωμα του παραθυριού και να στεγάζουν με κυρτήν απαλάμη τη φλόγα της λαμπάδας τους να μη σβήσει…
Το βράδυ ο Αλέξαντρος κοιμάται τον πολυτελέστερον ύπνο του…»